γέμισμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gemisma
|Transliteration C=gemisma
|Beta Code=ge/misma
|Beta Code=ge/misma
|Definition=ατος, τό, gloss on [[γέμος]], Hsch.
|Definition=-ατος, τό, gloss on [[γέμος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 09:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γέμισμα Medium diacritics: γέμισμα Low diacritics: γέμισμα Capitals: ΓΕΜΙΣΜΑ
Transliteration A: gémisma Transliteration B: gemisma Transliteration C: gemisma Beta Code: ge/misma

English (LSJ)

-ατος, τό, gloss on γέμος, Hsch.

Spanish (DGE)

-ματος, τό carga, fardo Hsch.s.u. γέμος.

Greek Monolingual

το (Μ γέμισμα) γεμίζω
νεοελλ.
1. το να γεμίζει κανείς κάτι με κάτι άλλο
2. το υλικό με το οποίο γεμίζει κανείς κάτι
3. φρ. «το γέμισμα του φεγγαριού» — η γέμιση του φεγγαριού
4. στρατ. η ποσότητα της πυρίτιδας ή άλλης εκρηκτικής ύλης που είναι απαραίτητη για την εκτόξευση του βλήματος από το πυροβόλο
μσν.
1. η πληρότητα
2. το σύνολο.