διασκεδαστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=diaskedastiko/s
|Beta Code=diaskedastiko/s
|Definition=ή, όν, [[fitted for dispersing]] or [[digesting]], ἀρχομένης ὑποχύσεως Dsc.3.80, cf. 5.115.
|Definition=ή, όν, [[fitted for dispersing]] or [[digesting]], ἀρχομένης ὑποχύσεως Dsc.3.80, cf. 5.115.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, όν<br />[[que disipa o desintegra]] las cataratas oculares, Dsc.3.80, [[δύναμις]] ... οἰδημάτων δ. Dsc.3.127, cf. 5.93, 115.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0602.png Seite 602]] zertheilend, von Arzeneien, Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0602.png Seite 602]] zertheilend, von Arzeneien, Diosc.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, όν<br />[[que disipa o desintegra]] las cataratas oculares, Dsc.3.80, [[δύναμις]] ... οἰδημάτων δ. Dsc.3.127, cf. 5.93, 115.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διασκεδαστικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τερπνός]], [[ψυχαγωγικός]]<br /><b>2.</b> <b>ειρων.</b> [[γελοίος]], [[κωμικός]], μη [[σοβαρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[διασπορά]] ή [[διάλυση]]<br /><b>2.</b> αυτός που συντελεί στην [[πέψη]], [[χωνευτικός]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διασκεδαστικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τερπνός]], [[ψυχαγωγικός]]<br /><b>2.</b> <b>ειρων.</b> [[γελοίος]], [[κωμικός]], μη [[σοβαρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[διασπορά]] ή [[διάλυση]]<br /><b>2.</b> αυτός που συντελεί στην [[πέψη]], [[χωνευτικός]].
}}
}}

Revision as of 11:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκεδαστικός Medium diacritics: διασκεδαστικός Low diacritics: διασκεδαστικός Capitals: ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diaskedastikós Transliteration B: diaskedastikos Transliteration C: diaskedastikos Beta Code: diaskedastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, fitted for dispersing or digesting, ἀρχομένης ὑποχύσεως Dsc.3.80, cf. 5.115.

Spanish (DGE)

-ή, όν
que disipa o desintegra las cataratas oculares, Dsc.3.80, δύναμις ... οἰδημάτων δ. Dsc.3.127, cf. 5.93, 115.

German (Pape)

[Seite 602] zertheilend, von Arzeneien, Diosc.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α διασκεδαστικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. τερπνός, ψυχαγωγικός
2. ειρων. γελοίος, κωμικός, μη σοβαρός
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί διασπορά ή διάλυση
2. αυτός που συντελεί στην πέψη, χωνευτικός.