διόλου: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=dio/lou | |Beta Code=dio/lou | ||
|Definition=Adv. for <b class="b3">δι' ὅλου</b> (cf. [[καθόλου]]), [[altogether]], <span class="bibl">Phoc.2</span> A, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Po.</span>1459b16</span>, etc.; of [[time]], [[always]], <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Ma.</span>6.18</span>, <span class="title">AP</span>5.157 (Asclep.), <span class="title">Lyr.Alex.Adesp.</span>37.5, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Jo.</span>19.23</span>, etc. | |Definition=Adv. for <b class="b3">δι' ὅλου</b> (cf. [[καθόλου]]), [[altogether]], <span class="bibl">Phoc.2</span> A, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Po.</span>1459b16</span>, etc.; of [[time]], [[always]], <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Ma.</span>6.18</span>, <span class="title">AP</span>5.157 (Asclep.), <span class="title">Lyr.Alex.Adesp.</span>37.5, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Jo.</span>19.23</span>, etc. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=adv., frec. <i>diuissim</i> δι' ὅλου<br /><b class="num">1</b> sent. espacial, a veces c. matiz modal [[por completo]], [[por entero]] [[ἀναγνώρισις]] γὰρ δ. es anagnórisis por entero</i> dicho de la <i>Odisea</i> Arist.<i>Po</i>.1459<sup>b</sup>15, δ. μὲν γὰρ ὢν ὁ κόσμος πυρώδης Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.186, χρόνος ... εἰς πέρατα δ. ... ἀναλυόμενος Arched.<i>Stoic</i>.3.263, ἐφρόντισεν δὲ ὁμοίως καὶ ὑπὲρ τῶν γινομένων δ. ... ἀργυρικῶν ζημιῶν <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1028.81 (II/I a.C.), μήτε γάμον, μήτε τέκνον δ. ἴσχοι <i>Test.Salaminia</i> 199.15 (I d.C.), λεπτὸν ἦν δ. (la herida) era leve en todas partes</i> Plu.<i>Dio</i> 34, ἑαυτῷ συγγιγνόμενος δ. Numen.11.13, cf. D.L.7.151, τοὺς δὲ κακοὺς δ. πάντας ἀποστρέφομαι <i>AP</i> 10.117, εἰς νότον δ. ἕως τοῦ τοίχου <i>PMasp</i>.109.27 (VI d.C.).<br /><b class="num">2</b> temp. [[siempre]] ταῦτ' ἐστὶ δ. <i>Anon.Aulod</i>.3.5, δ. ... φίλει με <i>AP</i> 5.158 (Asclep.), cf. 11.7 (Nicarch.), οὐκ ἔχομεν δ. τὸν λόγον ... [[εἰπεῖν]] Aristid.Quint.33.21, ἀτενὲς δ. βλέποντες Hld.3.13.2, οὐκ ἐπαύσατο μανιῶν δ. <i>PMasp</i>.2.3.20 (VI d.C.). | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>p.</i> δι’ ὅλου. | |btext=<i>p.</i> δι’ ὅλου. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:25, 1 October 2022
English (LSJ)
Adv. for δι' ὅλου (cf. καθόλου), altogether, Phoc.2 A, Arist.Po.1459b16, etc.; of time, always, LXX 1 Ma.6.18, AP5.157 (Asclep.), Lyr.Alex.Adesp.37.5, Ev.Jo.19.23, etc.
Spanish (DGE)
adv., frec. diuissim δι' ὅλου
1 sent. espacial, a veces c. matiz modal por completo, por entero ἀναγνώρισις γὰρ δ. es anagnórisis por entero dicho de la Odisea Arist.Po.1459b15, δ. μὲν γὰρ ὢν ὁ κόσμος πυρώδης Chrysipp.Stoic.2.186, χρόνος ... εἰς πέρατα δ. ... ἀναλυόμενος Arched.Stoic.3.263, ἐφρόντισεν δὲ ὁμοίως καὶ ὑπὲρ τῶν γινομένων δ. ... ἀργυρικῶν ζημιῶν IG 22.1028.81 (II/I a.C.), μήτε γάμον, μήτε τέκνον δ. ἴσχοι Test.Salaminia 199.15 (I d.C.), λεπτὸν ἦν δ. (la herida) era leve en todas partes Plu.Dio 34, ἑαυτῷ συγγιγνόμενος δ. Numen.11.13, cf. D.L.7.151, τοὺς δὲ κακοὺς δ. πάντας ἀποστρέφομαι AP 10.117, εἰς νότον δ. ἕως τοῦ τοίχου PMasp.109.27 (VI d.C.).
2 temp. siempre ταῦτ' ἐστὶ δ. Anon.Aulod.3.5, δ. ... φίλει με AP 5.158 (Asclep.), cf. 11.7 (Nicarch.), οὐκ ἔχομεν δ. τὸν λόγον ... εἰπεῖν Aristid.Quint.33.21, ἀτενὲς δ. βλέποντες Hld.3.13.2, οὐκ ἐπαύσατο μανιῶν δ. PMasp.2.3.20 (VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 634] d. i. δι' ὅλου, s. ὅλος.
Greek (Liddell-Scott)
διόλου: ἐπίρρ., δι’ ὅλου (πρβλ. καθόλου), ὁλοκλήρως, παντελῶς, Φωκυλ. 2, Ἀριστ. Ποιτ. 24, 3, Ἀνθ. Π. 5. 158.
French (Bailly abrégé)
p. δι’ ὅλου.
Greek Monolingual
(AM διόλου και δι' ὅλου) επίρρ.
μσν.- νεοελλ.
1. (με αρνητ. έννοια) καθόλου («δεν εργάζεται διόλου»)
2. (επιτατ. συνηθ. με το επίρρ. όλως) ολότελα, τελείως, εντελώς («όλως διόλου ανίκανος»)
αρχ.-μσν.
(για χρόνο) διαρκώς, πάντα
αρχ.
(καταφατ.) ολότελα, τελείως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)· + γεν. όλου του όλος].