θεότρεπτος: Difference between revisions
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1198.png Seite 1198]] von Gott gewendet, Aesch. Pers. 871. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1198.png Seite 1198]] von Gott gewendet, Aesch. Pers. 871. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />tourné (<i>càd</i> changé) par les dieux.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[τρέπω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεότρεπτος''': -ον, τραπείς, μετατραπείς, μεταβληθεὶς ὑπὸ τῶν θεῶν, θεότρεπτα τάδ’ αὖ φέρομεν, τὰς θείας ταύτας μεταβολὰς τῆς τύχης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 905· τὸ Μεδ. Χειρόγρ. Θεόπρεπτα. | |lstext='''θεότρεπτος''': -ον, τραπείς, μετατραπείς, μεταβληθεὶς ὑπὸ τῶν θεῶν, θεότρεπτα τάδ’ αὖ φέρομεν, τὰς θείας ταύτας μεταβολὰς τῆς τύχης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 905· τὸ Μεδ. Χειρόγρ. Θεόπρεπτα. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:49, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, turned by the gods, θεότρεπτα τάδ' αὖ θέρομεν these divine changes of fortune, A.Pers.905 (-πρεπτα cod. M).
German (Pape)
[Seite 1198] von Gott gewendet, Aesch. Pers. 871.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tourné (càd changé) par les dieux.
Étymologie: θεός, τρέπω.
Greek (Liddell-Scott)
θεότρεπτος: -ον, τραπείς, μετατραπείς, μεταβληθεὶς ὑπὸ τῶν θεῶν, θεότρεπτα τάδ’ αὖ φέρομεν, τὰς θείας ταύτας μεταβολὰς τῆς τύχης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 905· τὸ Μεδ. Χειρόγρ. Θεόπρεπτα.
Greek Monolingual
θεότρεπτος, -ον (Α)
αυτός που μετατράπηκε, που πήρε απροσδόκητη τροπή από τους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -τρεπτος (< τρέπω), πρβλ. άτρεπτος, πολύτρεπτος].
Greek Monotonic
θεότρεπτος: -ον, αυτός που στρέφεται ή οδηγείται, κατευθύνεται από τους θεούς, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
θεότρεπτος: повернутый богами: τὰ θεότρεπτα Aesch. ниспосланные богами превратности (судьбы).
Middle Liddell
θεό-τρεπτος, ον
turned or directed by the gods, Aesch.