κακόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1305.png Seite 1305]] mit unangenehmer, rauher Stimme, mißtönend, Rhett., Schol. Ar. Equ. 248.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1305.png Seite 1305]] mit unangenehmer, rauher Stimme, mißtönend, Rhett., Schol. Ar. Equ. 248.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκόφωνος:''' [[неблагозвучный]], [[неприятно звучащий]] Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακόφωνος]], -ον)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει κακή, βραχνή, ή δυσάρεστη [[φωνή]]<br /><b>2.</b> (για ήχους, λέξεις, ονόματα ή πράγματα) αυτός που ηχεί άσχημα, [[δυσάρεστος]] στην [[ακοή]], [[κακόηχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακόφωνον</i><br />η [[κακοφωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. <i>ετερό</i>-<i>φωνος</i>, [[μεγαλό]]-<i>φωνος</i>].
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακόφωνος]], -ον)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει κακή, βραχνή, ή δυσάρεστη [[φωνή]]<br /><b>2.</b> (για ήχους, λέξεις, ονόματα ή πράγματα) αυτός που ηχεί άσχημα, [[δυσάρεστος]] στην [[ακοή]], [[κακόηχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακόφωνον</i><br />η [[κακοφωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. <i>ετερό</i>-<i>φωνος</i>, [[μεγαλό]]-<i>φωνος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκόφωνος:''' [[неблагозвучный]], [[неприятно звучащий]] Arst., Plut.
}}
}}

Revision as of 13:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόφωνος Medium diacritics: κακόφωνος Low diacritics: κακόφωνος Capitals: ΚΑΚΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: kakóphōnos Transliteration B: kakophōnos Transliteration C: kakofonos Beta Code: kako/fwnos

English (LSJ)

ον, ill-sounding, not producing agreeable sounds, τὰ ξηρὰ κ. Arist.Aud.802b23; with a bad voice, τραγῳδός D.T.631.21, Phlp.in de An.533.32; opp. εὔφωνος, Phld.Po. Herc.994Fr.11; of words, cacophonous, D.H.Comp.12, cf. 16 (Sup.), D.T.631.20; τὸ κ., = κακοφωνία, Sch.Ar.Eq.248.

German (Pape)

[Seite 1305] mit unangenehmer, rauher Stimme, mißtönend, Rhett., Schol. Ar. Equ. 248.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόφωνος: неблагозвучный, неприятно звучащий Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κακόφωνος: -ον, κακῶς ἠχῶν, μὴ ἀπηχῶν, τὰ ξηρὰ κακόφωνα Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 40· ἐπὶ λέξεων, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 12· τὸ κακόφωνον = κακοφωνία, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 248. - πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ δυσκέλαδος, «κακοκέλαδος, καὶ οἰονεὶ κακόφωνος» Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 194.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κακόφωνος, -ον)
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει κακή, βραχνή, ή δυσάρεστη φωνή
2. (για ήχους, λέξεις, ονόματα ή πράγματα) αυτός που ηχεί άσχημα, δυσάρεστος στην ακοή, κακόηχος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόφωνον
η κακοφωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ετερό-φωνος, μεγαλό-φωνος].