κακοτεχνής: Difference between revisions

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1304.png Seite 1304]] ές, = [[κακότεχνος]], im compar., ζηλοτυπίαι κακοτεχνέστεραι Luc. Calumn. 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1304.png Seite 1304]] ές, = [[κακότεχνος]], im compar., ζηλοτυπίαι κακοτεχνέστεραι Luc. Calumn. 12.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κακοτεχνής''': -ές, ἴδε [[κακότεχνος]] ἐν τέλει.
|elnltext=κακοτεχνής -ές [κακός, τέχνη] boosaardig.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκοτεχνής:''' Luc. (только compar. [[κακοτεχνέστερος]]) = [[κακότεχνος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κᾰκοτεχνής:''' -ές, βλ. [[κακότεχνος]].
|lsmtext='''κᾰκοτεχνής:''' -ές, βλ. [[κακότεχνος]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰκοτεχνής:''' Luc. (только compar. [[κακοτεχνέστερος]]) = [[κακότεχνος]].
|lstext='''κακοτεχνής''': -ές, ἴδε [[κακότεχνος]] ἐν τέλει.
}}
{{elnl
|elnltext=κακοτεχνής -ές [κακός, τέχνη] boosaardig.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰκοτεχνής, ές [v. [[κακότεχνος]] fin.]
|mdlsjtxt=κᾰκοτεχνής, ές [v. [[κακότεχνος]] fin.]
}}
}}

Revision as of 20:22, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοτεχνής Medium diacritics: κακοτεχνής Low diacritics: κακοτεχνής Capitals: ΚΑΚΟΤΕΧΝΗΣ
Transliteration A: kakotechnḗs Transliteration B: kakotechnēs Transliteration C: kakotechnis Beta Code: kakotexnh/s

English (LSJ)

ές, = κακότεχνος, Luc. Cal.10 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1304] ές, = κακότεχνος, im compar., ζηλοτυπίαι κακοτεχνέστεραι Luc. Calumn. 12.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοτεχνής -ές [κακός, τέχνη] boosaardig.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοτεχνής: Luc. (только compar. κακοτεχνέστερος) = κακότεχνος.

Greek Monolingual

-ές (Α κακοτεχνής, -ές)
κακότεχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -τεχνής (< τέχνη), πρβλ. πολυ-τεχνής].

Greek Monotonic

κᾰκοτεχνής: -ές, βλ. κακότεχνος.

Greek (Liddell-Scott)

κακοτεχνής: -ές, ἴδε κακότεχνος ἐν τέλει.

Middle Liddell

κᾰκοτεχνής, ές [v. κακότεχνος fin.]