κανονιστικός: Difference between revisions
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kanonistikos | |Transliteration C=kanonistikos | ||
|Beta Code=kanonistiko/s | |Beta Code=kanonistiko/s | ||
|Definition= | |Definition=κανονιστική, κανονιστικόν, [[regulative]], οἱ κανόνες τῶν ὑγιῶν, οὐ τῶν πεπονθότων εἰσὶ -κοί Choerob.''in Heph.''p.226C. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[κανονιστικός]], -ή, -όν)<br />ο [[αρμόδιος]] για κανονισμό, για [[ρύθμιση]]<br /><b>(νεολλ.)</b> <b>φρ.</b> «κανονιστικά διατάγματα» — τα διατάγματα που καθορίζουν [[λεπτομερώς]] την [[εφαρμογή]] ενός νόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κανονιστός</i> <span style="color: red;"><</span> [[κανονίζω]]. | |mltxt=-ή, -ὁ (Α [[κανονιστικός]], -ή, -όν)<br />ο [[αρμόδιος]] για κανονισμό, για [[ρύθμιση]]<br /><b>(νεολλ.)</b> <b>φρ.</b> «κανονιστικά διατάγματα» — τα διατάγματα που καθορίζουν [[λεπτομερώς]] την [[εφαρμογή]] ενός νόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κανονιστός</i> <span style="color: red;"><</span> [[κανονίζω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:16, 25 August 2023
English (LSJ)
κανονιστική, κανονιστικόν, regulative, οἱ κανόνες τῶν ὑγιῶν, οὐ τῶν πεπονθότων εἰσὶ -κοί Choerob.in Heph.p.226C.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α κανονιστικός, -ή, -όν)
ο αρμόδιος για κανονισμό, για ρύθμιση
(νεολλ.) φρ. «κανονιστικά διατάγματα» — τα διατάγματα που καθορίζουν λεπτομερώς την εφαρμογή ενός νόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανονιστός < κανονίζω.