καταχαλκεύω: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=kataxalkeu/w
|Beta Code=kataxalkeu/w
|Definition=[[work]] or [[mould in bronze]], ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος Plu.2.559d; <b class="b3">ὅπως μὴ καταχαλκεύοιτο</b> that [the coin] [[might]] not [[be worked up]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Lys.</span>17</span>.
|Definition=[[work]] or [[mould in bronze]], ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος Plu.2.559d; <b class="b3">ὅπως μὴ καταχαλκεύοιτο</b> that [the coin] [[might]] not [[be worked up]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Lys.</span>17</span>.
}}
{{bailly
|btext=travailler en cuivre <i>ou</i> en airain, garnir de cuivre <i>ou</i> d'airain.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χαλκεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταχᾰλκεύω''': [[ἐργάζομαι]] ἢ ἀποτυπώνω εἰς χαλκόν, ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος (Reisk. -χωνευόμενος) Πλούτ. 2. 559D· [[ὅπως]] μὴ καταχαλκεύοιτο (Δινδ. μεταχαλκ-), ἵνα μὴ (τὸ σιδηροῦν [[νόμισμα]]) χρησιμοποιῆται ὡς [[μέταλλον]], ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 17·- μεταφορ., εἰ δέ τις ἐπ’ οὐδενὶ χρησίμῳ κατεχαλκεύθη, κατεσκευάσθη, Γρηγ. Νύσσ. 2. σ. 770.
|lstext='''καταχᾰλκεύω''': [[ἐργάζομαι]] ἢ ἀποτυπώνω εἰς χαλκόν, ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος (Reisk. -χωνευόμενος) Πλούτ. 2. 559D· [[ὅπως]] μὴ καταχαλκεύοιτο (Δινδ. μεταχαλκ-), ἵνα μὴ (τὸ σιδηροῦν [[νόμισμα]]) χρησιμοποιῆται ὡς [[μέταλλον]], ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 17·- μεταφορ., εἰ δέ τις ἐπ’ οὐδενὶ χρησίμῳ κατεχαλκεύθη, κατεσκευάσθη, Γρηγ. Νύσσ. 2. σ. 770.
}}
{{bailly
|btext=travailler en cuivre <i>ou</i> en airain, garnir de cuivre <i>ou</i> d'airain.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χαλκεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχαλκεύω Medium diacritics: καταχαλκεύω Low diacritics: καταχαλκεύω Capitals: ΚΑΤΑΧΑΛΚΕΥΩ
Transliteration A: katachalkeúō Transliteration B: katachalkeuō Transliteration C: katachalkeyo Beta Code: kataxalkeu/w

English (LSJ)

work or mould in bronze, ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος Plu.2.559d; ὅπως μὴ καταχαλκεύοιτο that [the coin] might not be worked up, Id.Lys.17.

French (Bailly abrégé)

travailler en cuivre ou en airain, garnir de cuivre ou d'airain.
Étymologie: κατά, χαλκεύω.

Greek (Liddell-Scott)

καταχᾰλκεύω: ἐργάζομαι ἢ ἀποτυπώνω εἰς χαλκόν, ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος (Reisk. -χωνευόμενος) Πλούτ. 2. 559D· ὅπως μὴ καταχαλκεύοιτο (Δινδ. μεταχαλκ-), ἵνα μὴ (τὸ σιδηροῦν νόμισμα) χρησιμοποιῆται ὡς μέταλλον, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 17·- μεταφορ., εἰ δέ τις ἐπ’ οὐδενὶ χρησίμῳ κατεχαλκεύθη, κατεσκευάσθη, Γρηγ. Νύσσ. 2. σ. 770.

Greek Monolingual

καταχαλκεύω (AM)
κατεργάζομαι χαλκό, χύνω κάτι σε χαλκό, κατασκευάζω κάτι με χαλκό
αρχ.
παθ. καταχαλκεύομαι
κατασκευάζομαι («ἐπ' οὐδενὶχρησίμῳ κατεχαλκεύθη», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χαλκεύω «κατασκευάζω κάτι από χαλκό»].

Russian (Dvoretsky)

καταχαλκεύω: делать из меди (ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταχαλκεύω [κατάχαλκος] van een bronslaag voorzien.