κρειττόομαι: Difference between revisions
From LSJ
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρειττόομαι''': ἐπὶ τῆς ἀμπέλου, [[πάσχω]] ἐκ κρειττώσεως, δηλ. [[βλαστάνω]] παρὰ φύσιν, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 14, 6, Αἰτ. Φ. 5. 9, 13· [[ἐντεῦθεν]] οὐσιαστ. κρείττωσις, εως, ἡ, [[νόσος]] ἀμπέλου, ἡ παρὰ φύσιν [[βλάστησις]], ἧς [[ἕνεκα]] ἀτροφοῦσι καὶ ἀπορρέουσιν αἱ ῥᾶγες, [[αὐτόθι]]. | |lstext='''κρειττόομαι''': ἐπὶ τῆς ἀμπέλου, [[πάσχω]] ἐκ κρειττώσεως, δηλ. [[βλαστάνω]] παρὰ φύσιν, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 14, 6, Αἰτ. Φ. 5. 9, 13· [[ἐντεῦθεν]] οὐσιαστ. κρείττωσις, εως, ἡ, [[νόσος]] ἀμπέλου, ἡ παρὰ φύσιν [[βλάστησις]], ἧς [[ἕνεκα]] ἀτροφοῦσι καὶ ἀπορρέουσιν αἱ ῥᾶγες, [[αὐτόθι]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=vom [[Weinstock]], <i>an [[Auswüchsen]] [[kranken]]</i>, Theophr. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:05, 24 November 2022
English (LSJ)
Pass., of the vine, to be diseased, have excrescences, Thphr.HP4.14.6, CP5.9.13:—Subst. κρείττ-ωσις, εως, ἡ, ibid.
Greek (Liddell-Scott)
κρειττόομαι: ἐπὶ τῆς ἀμπέλου, πάσχω ἐκ κρειττώσεως, δηλ. βλαστάνω παρὰ φύσιν, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 14, 6, Αἰτ. Φ. 5. 9, 13· ἐντεῦθεν οὐσιαστ. κρείττωσις, εως, ἡ, νόσος ἀμπέλου, ἡ παρὰ φύσιν βλάστησις, ἧς ἕνεκα ἀτροφοῦσι καὶ ἀπορρέουσιν αἱ ῥᾶγες, αὐτόθι.
German (Pape)
vom Weinstock, an Auswüchsen kranken, Theophr.