λαδρέω: Difference between revisions
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ladreo | |Transliteration C=ladreo | ||
|Beta Code=ladre/w | |Beta Code=ladre/w | ||
|Definition=[[flow strongly]], λαδρέοντι τοὶ μυκτῆρες | |Definition=[[flow strongly]], λαδρέοντι τοὶ μυκτῆρες Sophr.135. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 12:21, 25 August 2023
English (LSJ)
flow strongly, λαδρέοντι τοὶ μυκτῆρες Sophr.135.
Greek (Liddell-Scott)
λαδρέω: (λα- ῥέω) ῥέω ἰσχυρῶς, λαδρέοντι δέ τοι μυκτῆρες, ἀντὶ τοῦ μεγάλως ῥέουσι, Ποιητὴς Δωρ. ἐν Ἀν. Ὀξ. 1. 123.
Greek Monolingual
λαδρέω (Α)
ρέω σε μεγάλη ποσότητα και γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. λαδρέω < επιτατικό μόριο λα- + ρέω].
Frisk Etymological English
(α)
Grammatical information: v.
Meaning: run, flee, of the μυκτῆρες (Sophr. 135).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained; very uncertain. V. Wilamowitz proposes to read πλαδαρέοντι. Fur. 199 compares λατραβός, λαιδρός, λαθροῦν, λαιθαρύζειν.
Frisk Etymology German
λαδρέω: (ā̆)
{ladréō}
Grammar: v.
Meaning: rinnen, fließen, von den μυκτῆρες (Sophr. 135).
Etymology: Unerklärt; sehr unsicher. v. Wilamowitz will dafür πλαδαρέοντι lesen.
Page 2,71