λειπογνώμων: Difference between revisions
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λειπογνώμων]] και [[λιπογνώμων]], -ον (Α)<br />(για ζώα, [[ιδίως]] για υποζύγια) αυτός που του λείπουν τα δόντια, από τα οποία φαίνεται η [[ηλικία]] του, [[γέρικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λειπ</i>- του [[λείπω]] <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]]), [[πρβλ]]. [[ολιγογνώμων]], [[ορθογνώμων]]. Ο τ. [[λιπογνώμων]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λιπ</i>- ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[λειπογνώμων]] και [[λιπογνώμων]], -ον (Α)<br />(για ζώα, [[ιδίως]] για υποζύγια) αυτός που του λείπουν τα δόντια, από τα οποία φαίνεται η [[ηλικία]] του, [[γέρικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λειπ</i>- του [[λείπω]] <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]]), [[πρβλ]]. [[ολιγογνώμων]], [[ορθογνώμων]]. Ο τ. [[λιπογνώμων]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λιπ</i>- ([[πρβλ]]. [[ἔλιπ]]-<i>ον</i>, αόρ. του [[λείπω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<b>βλ.</b> και ετυμολ. λ. [[λειπανδρία]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 8 May 2023
English (LSJ)
ον, gen. ονος, lacking γνώμονες 11.6, οἶς IG22.1357 (iv B.C.), cf. Ister 53, Poll.1.182, Luc.Lex.6, EM4.4, Hscb (Freq. misspelt λιπογνώμων in codd.)
German (Pape)
[Seite 24] ον, eigtl. vom Pferde, das den Kennzahn verloren hat, an dem man sein Alter erkennt, B. A. 49 u. a. VLL., u. übh. von unkenntlichem Alter, auch von Menschen, Luc. Lex. 6.
French (Bailly abrégé)
v. λιπογνώμων.
Greek Monolingual
λειπογνώμων και λιπογνώμων, -ον (Α)
(για ζώα, ιδίως για υποζύγια) αυτός που του λείπουν τα δόντια, από τα οποία φαίνεται η ηλικία του, γέρικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειπ- του λείπω + -γνώμων (< γνώμων), πρβλ. ολιγογνώμων, ορθογνώμων. Ο τ. λιπογνώμων < θ. λιπ- (πρβλ. ἔλιπ-ον, αόρ. του λείπω) + -γνώμων (βλ. και ετυμολ. λ. λειπανδρία)].