λιποθυμία: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=lipoqumi/a
|Beta Code=lipoqumi/a
|Definition=ἡ, [[swoon]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>1.23</span>, <span class="bibl"><span class="title">Art.</span>68</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pomp.</span>49</span>, etc.
|Definition=ἡ, [[swoon]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>1.23</span>, <span class="bibl"><span class="title">Art.</span>68</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pomp.</span>49</span>, etc.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>mieux que</i> [[λειποθυμία]];<br />manque de courage.<br />'''Étymologie:''' [[λείπω]], [[θυμός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐποθῡμία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «λιγοθυμιά», Ἱππ. Ἀφ. 1244, κτλ.· ἴδε ἐν λέξ. [[λειπανδρέω]].
|lstext='''λῐποθῡμία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «λιγοθυμιά», Ἱππ. Ἀφ. 1244, κτλ.· ἴδε ἐν λέξ. [[λειπανδρέω]].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>mieux que</i> [[λειποθυμία]];<br />manque de courage.<br />'''Étymologie:''' [[λείπω]], [[θυμός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:47, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐποθῡμία Medium diacritics: λιποθυμία Low diacritics: λιποθυμία Capitals: ΛΙΠΟΘΥΜΙΑ
Transliteration A: lipothymía Transliteration B: lipothymia Transliteration C: lipothymia Beta Code: lipoqumi/a

English (LSJ)

ἡ, swoon, Hp.Aph.1.23, Art.68, Plu.Pomp.49, etc.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mieux que λειποθυμία;
manque de courage.
Étymologie: λείπω, θυμός.

Greek (Liddell-Scott)

λῐποθῡμία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «λιγοθυμιά», Ἱππ. Ἀφ. 1244, κτλ.· ἴδε ἐν λέξ. λειπανδρέω.

Greek Monolingual

και λιποθυμιά και λιγοθυμιά, η (AM λιποθυμία) λιποθυμώ
απότομη και παροδική αδιαθεσία που συνοδεύεται από ωχρότητα, εφίδρωση, βόμβο τών αφτιών, διαταραχές της όρασης και, συχνά, απώλεια συνειδήσεως μικρής διάρκειας και η οποία οφείλεται σε ανοξαιμία του εγκεφάλου.

Russian (Dvoretsky)

λῐποθῡμία:потеря сознания, обморок Plut.