μητρομήτωρ: Difference between revisions
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0180.png Seite 180]] ορος, ἡ, Mutter der Mutter, Großmutter mütterlicher Seits; Ael. N. A. 11, 16; Pind. Ol. 6, 84, in dor. Form ματρομάτωρ. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0180.png Seite 180]] ορος, ἡ, Mutter der Mutter, Großmutter mütterlicher Seits; Ael. N. A. 11, 16; Pind. Ol. 6, 84, in dor. Form ματρομάτωρ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ορος (ἡ) :<br />grand-mère maternelle.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], redoublé. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μητρομήτωρ''': Δωρ. ματρομάτωρ, ορος, ἡ [[μήτηρ]] τὴς μητρός, [[μάμμη]], [[προμήτωρ]], Πινδ. Ο. 6. 143· παρ’ Ὁμ. μητρὸς [[μήτηρ]] Ὀδ. Τ. 416. | |lstext='''μητρομήτωρ''': Δωρ. ματρομάτωρ, ορος, ἡ [[μήτηρ]] τὴς μητρός, [[μάμμη]], [[προμήτωρ]], Πινδ. Ο. 6. 143· παρ’ Ὁμ. μητρὸς [[μήτηρ]] Ὀδ. Τ. 416. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:45, 1 October 2022
English (LSJ)
Dor. ματρομάτωρ, ορος, ἡ, mother's mother, grandmother, Pi.O.6.84, Ael.NA11.16.
German (Pape)
[Seite 180] ορος, ἡ, Mutter der Mutter, Großmutter mütterlicher Seits; Ael. N. A. 11, 16; Pind. Ol. 6, 84, in dor. Form ματρομάτωρ.
French (Bailly abrégé)
ορος (ἡ) :
grand-mère maternelle.
Étymologie: μήτηρ, redoublé.
Greek (Liddell-Scott)
μητρομήτωρ: Δωρ. ματρομάτωρ, ορος, ἡ μήτηρ τὴς μητρός, μάμμη, προμήτωρ, Πινδ. Ο. 6. 143· παρ’ Ὁμ. μητρὸς μήτηρ Ὀδ. Τ. 416.
Greek Monolingual
μητρομήτωρ, δωρ. τ. ματρομάτωρ, ἡ (Α)
η μητέρα της μητέρας, η γιαγιά από την πλευρά της μητέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. πατρομήτωρ.
Greek Monotonic
μητρομήτωρ: Δωρ. ματρομάτωρ, -ορος, ἡ, η μητέρα της μητέρας κάποιου, η από μητέρα γιαγιά του, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
μητρομήτωρ: дор. μᾱτρομάτωρ, ορος ὁ бабка с материнской стороны Pind.