νεμητής: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nemitis | |Transliteration C=nemitis | ||
|Beta Code=nemhth/s | |Beta Code=nemhth/s | ||
|Definition= | |Definition=νεμητοῦ, ὁ, = [[νεμέτωρ]], Poll.8.136. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:35, 25 August 2023
English (LSJ)
νεμητοῦ, ὁ, = νεμέτωρ, Poll.8.136.
German (Pape)
[Seite 239] ὁ, richtige Lesart für νεμέτης, Lob. parall. 447.
Greek (Liddell-Scott)
νεμητής: -οῦ, ὁ, = νεμέτωρ, Πολυδ. Η΄, 136, Συνέσ. 30C· οὐχὶ νεμέτης, Λοβεκ. Παραλ. 447.
Greek Monolingual
νεμητής, ὁ, θηλ. νεμήτρια (Α)
1. αυτός που απονέμει δικαιοσύνη, εκδικητής, τιμωρός, νεμέτωρ
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «Αἰσυμνῆται... οἱ νεμηταί, ὅ ἐστι βραβευταί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νεμη- του νέμω (πρβλ. νέμημα, νέμηση)].