νεότευκτος: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0245.png Seite 245]] neu bereitet, neu gemacht, κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο, Il. 21, 592.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0245.png Seite 245]] neu bereitet, neu gemacht, κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο, Il. 21, 592.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />nouvellement fabriqué.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[τεύχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νεότευκτος''': -ον, ὁ νεωστὶ εἰργασμένος, [[κασσίτερος]] Ἰλ. Φ. 592· εἰκὼν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 311.
|lstext='''νεότευκτος''': -ον, ὁ νεωστὶ εἰργασμένος, [[κασσίτερος]] Ἰλ. Φ. 592· εἰκὼν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 311.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />nouvellement fabriqué.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[τεύχω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 21:52, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεότευκτος Medium diacritics: νεότευκτος Low diacritics: νεότευκτος Capitals: ΝΕΟΤΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: neóteuktos Transliteration B: neoteuktos Transliteration C: neotefktos Beta Code: neo/teuktos

English (LSJ)

ον, newly wrought, κασσίτερος Il.21.592; εἰκών Epigr.Gr.311 (Smyrna).

German (Pape)

[Seite 245] neu bereitet, neu gemacht, κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο, Il. 21, 592.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement fabriqué.
Étymologie: νέος, τεύχω.

Greek (Liddell-Scott)

νεότευκτος: -ον, ὁ νεωστὶ εἰργασμένος, κασσίτερος Ἰλ. Φ. 592· εἰκὼν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 311.

English (Autenrieth)

(τεύχω): newly wrought, Il. 21.592†.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νεότευκτος, -ον)
αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, νεόκτιστος, νεόδμητος, καινουργιοφτειαγμένος (α. «νεότευκτο σπίτι» β. «κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο σμερδαλέον κονάβη σε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. ποικιλό-τευκτος χρυσό-τευκτος].

Greek Monotonic

νεότευκτος: -ον, πρόσφατα κατεργασμένος, μόλις κατασκευασμένος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

νεότευκτος: вновь изготовленный: κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο Hom. новая оловянная кнемида (поножа).

Middle Liddell

νεό-τευκτος, ον,
newly wrought, Il.