νεκροκόσμος: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0237.png Seite 237]] = [[νεκροκόμος]], Plut. de esu carn. 1, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0237.png Seite 237]] = [[νεκροκόμος]], Plut. de esu carn. 1, 4.
}}
{{elru
|elrutext='''νεκροκόσμος:''' [[обряжающий покойников]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεκροκόσμος]], -ον (Α)<br />αυτός που στολίζει τους νεκρούς για [[ταφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεκρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόσμος]] «[[στολισμός]]». Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].
|mltxt=[[νεκροκόσμος]], -ον (Α)<br />αυτός που στολίζει τους νεκρούς για [[ταφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεκρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόσμος]] «[[στολισμός]]». Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].
}}
{{elru
|elrutext='''νεκροκόσμος:''' [[обряжающий покойников]] Plut.
}}
}}

Revision as of 14:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκροκόσμος Medium diacritics: νεκροκόσμος Low diacritics: νεκροκόσμος Capitals: ΝΕΚΡΟΚΟΣΜΟΣ
Transliteration A: nekrokósmos Transliteration B: nekrokosmos Transliteration C: nekrokosmos Beta Code: nekroko/smos

English (LSJ)

ον, laying corpses out for burial, Plu.2.994e (fort. -κόμοις).

German (Pape)

[Seite 237] = νεκροκόμος, Plut. de esu carn. 1, 4.

Russian (Dvoretsky)

νεκροκόσμος: обряжающий покойников Plut.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροκόσμος: -ον, ὁ κοσμῶν τοὺς νεκροὺς πρὸς ταφήν, νεκροκόμος, Πλούτ. 2. 994Ε (γράφεται καὶ νεκρόκοσμος).

Greek Monolingual

νεκροκόσμος, -ον (Α)
αυτός που στολίζει τους νεκρούς για ταφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + κόσμος «στολισμός». Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].