νυκτόμαντις: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νυκτόμαντις]] και νυκτιμάντις, ό, ἡ (Α)<br />αυτός που μαντεύει [[κατά]] τη [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> [[μάντις]] (<b>πρβλ.</b> <i>ονειρό</i>-<i>μαντις</i>). Ο τ. [[νυκτίμαντις]] <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- του <i>νύξ</i>, νυκτός<br />(<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]])].
|mltxt=[[νυκτόμαντις]] και νυκτιμάντις, ό, ἡ (Α)<br />αυτός που μαντεύει [[κατά]] τη [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> [[μάντις]] (<b>πρβλ.</b> <i>ονειρό</i>-<i>μαντις</i>). Ο τ. [[νυκτίμαντις]] <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- του <i>νύξ</i>, νυκτός<br />(<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]])].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>[[Nachtprophet]]</i>, Poll. 7.188.
}}
}}

Revision as of 17:04, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτόμαντις Medium diacritics: νυκτόμαντις Low diacritics: νυκτόμαντις Capitals: ΝΥΚΤΟΜΑΝΤΙΣ
Transliteration A: nyktómantis Transliteration B: nyktomantis Transliteration C: nyktomantis Beta Code: nukto/mantis

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ, one who prophesies by night, Poll.7.188.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτόμαντις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ κατὰ τὴν νύκτα μαντευόμενος, προφητεύων, Πολυδ. Ζ΄, 188. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.

Greek Monolingual

νυκτόμαντις και νυκτιμάντις, ό, ἡ (Α)
αυτός που μαντεύει κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + μάντις (πρβλ. ονειρό-μαντις). Ο τ. νυκτίμαντις < νυκτι- του νύξ, νυκτός
(βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)].

German (Pape)

ὁ, Nachtprophet, Poll. 7.188.