ξυλεύω: Difference between revisions
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "πᾱς" to "πᾶς") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ξυλεύω]]) [[ξύλον]]<br />(συν. το μέσ) [[ξυλεύομαι]]<br />[[κόβω]] και [[συλλέγω]] ξύλα, [[δενδροκοπώ]] («δρυός πεσούσης | |mltxt=(Α [[ξυλεύω]]) [[ξύλον]]<br />(συν. το μέσ) [[ξυλεύομαι]]<br />[[κόβω]] και [[συλλέγω]] ξύλα, [[δενδροκοπώ]] («δρυός πεσούσης πᾶς [[ἀνήρ]] ξυλεύεται» — αυτός που χάνει τη [[δύναμη]] του γίνεται [[αντικείμενο]] εκμετάλλευσης από οποιονδήποτε<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προμηθεύομαι]] ξύλα. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 29 October 2022
English (LSJ)
cut wood, SIG685.82 (Crete, ii B. C.), IPE12.403 B (Chersonesus, iii/ii B. C.):—Med., δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται = when the oak falls, everyone cuts wood, when an oak has fallen, every man gathers wood, on the fall of an oak, every man gathers wood, when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter, one takes advantage of somebody who has lost his strength, one takes advantage of somebody who has lost his power Men.Mon.123, cf. Hsch.; cf. ξυλλείομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλεύω: κόπτω ἢ συλλέγω ξύλα, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2561b. 81· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 123, πρβλ. Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(Α ξυλεύω) ξύλον
(συν. το μέσ) ξυλεύομαι
κόβω και συλλέγω ξύλα, δενδροκοπώ («δρυός πεσούσης πᾶς ἀνήρ ξυλεύεται» — αυτός που χάνει τη δύναμη του γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από οποιονδήποτε
νεοελλ.
προμηθεύομαι ξύλα.