ἐκτειχισμός: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)kteixismo/s
|Beta Code=e)kteixismo/s
|Definition=ὁ, [[fortification]], <span class="bibl">Arr.<span class="title">An.</span>6.20.1</span>.
|Definition=ὁ, [[fortification]], <span class="bibl">Arr.<span class="title">An.</span>6.20.1</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[fortificación]], [[acción de fortificar]] τοῦ ναυστάθμου Arr.<i>An</i>.6.20.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκτειχισμός''': ὁ, ἡ διὰ τειχῶν [[ὀχύρωσις]], Ἀρρ. Ἀν. 6. 20, 2.
|lstext='''ἐκτειχισμός''': ὁ, ἡ διὰ τειχῶν [[ὀχύρωσις]], Ἀρρ. Ἀν. 6. 20, 2.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[fortificación]], [[acción de fortificar]] τοῦ ναυστάθμου Arr.<i>An</i>.6.20.1.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκτειχισμός]], ο (Α)<br />η [[πλήρης]] [[οχύρωση]], ιδιαίτερα με τείχη («πρὸς τὸν ἐκτειχισμὸν τοῦ ναυστάθμου», για την πλήρη [[οχύρωση]] του ναυστάθμου<br />Αρριαν.).
|mltxt=[[ἐκτειχισμός]], ο (Α)<br />η [[πλήρης]] [[οχύρωση]], ιδιαίτερα με τείχη («πρὸς τὸν ἐκτειχισμὸν τοῦ ναυστάθμου», για την πλήρη [[οχύρωση]] του ναυστάθμου<br />Αρριαν.).
}}
}}

Revision as of 15:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτειχισμός Medium diacritics: ἐκτειχισμός Low diacritics: εκτειχισμός Capitals: ΕΚΤΕΙΧΙΣΜΟΣ
Transliteration A: ekteichismós Transliteration B: ekteichismos Transliteration C: ekteichismos Beta Code: e)kteixismo/s

English (LSJ)

ὁ, fortification, Arr.An.6.20.1.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
fortificación, acción de fortificar τοῦ ναυστάθμου Arr.An.6.20.1.

German (Pape)

[Seite 780] ὁ, Befestigung durch Mauern, Arr. An. 6, 20, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτειχισμός: ὁ, ἡ διὰ τειχῶν ὀχύρωσις, Ἀρρ. Ἀν. 6. 20, 2.

Greek Monolingual

ἐκτειχισμός, ο (Α)
η πλήρης οχύρωση, ιδιαίτερα με τείχη («πρὸς τὸν ἐκτειχισμὸν τοῦ ναυστάθμου», για την πλήρη οχύρωση του ναυστάθμου
Αρριαν.).