ἐπισκεπής: Difference between revisions

From LSJ

ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις ηὐτύχηται → the enemies have had success enough

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0978.png Seite 978]] ές, von oben bedeckt, geschützt, καθίζει χειμῶνος ἐν εὐηλίῳ καὶ εὐσκεπεῖ Arist. H. A. 9, 16; Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0978.png Seite 978]] ές, von oben bedeckt, geschützt, καθίζει χειμῶνος ἐν εὐηλίῳ καὶ εὐσκεπεῖ Arist. H. A. 9, 16; Theophr.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισκεπής:''' [[укрытый]], [[защищенный]]: ἐν ἐπισκεπεῖ Arst. в укрытом месте.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπισκεπής]], -ές (Α)<br />[[σκεπαστός]], αυτός που προφυλάσσει από τον άνεμο και το [[κρύο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέπας]] «[[κάλυμμα]]»)].
|mltxt=[[ἐπισκεπής]], -ές (Α)<br />[[σκεπαστός]], αυτός που προφυλάσσει από τον άνεμο και το [[κρύο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέπας]] «[[κάλυμμα]]»)].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισκεπής:''' [[укрытый]], [[защищенный]]: ἐν ἐπισκεπεῖ Arst. в укрытом месте.
}}
}}

Revision as of 19:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισκεπής Medium diacritics: ἐπισκεπής Low diacritics: επισκεπής Capitals: ΕΠΙΣΚΕΠΗΣ
Transliteration A: episkepḗs Transliteration B: episkepēs Transliteration C: episkepis Beta Code: e)piskeph/s

English (LSJ)

ές, (σκέπη) covered over, sheltered, Arist.HA616b14, Thphr.Vent.30.

German (Pape)

[Seite 978] ές, von oben bedeckt, geschützt, καθίζει χειμῶνος ἐν εὐηλίῳ καὶ εὐσκεπεῖ Arist. H. A. 9, 16; Theophr.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισκεπής: укрытый, защищенный: ἐν ἐπισκεπεῖ Arst. в укрытом месте.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκεπής: -ές, (σκέπη) παρέχων σκέπην, καθίζει δὲ θέρους ἐν προσηνέμῳ καὶ σκιᾷ, χειμῶνος δ’ ἐν εὐηλίῳ καὶ ἐπισκεπεῖ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 16, 1, Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 30.

Greek Monolingual

ἐπισκεπής, -ές (Α)
σκεπαστός, αυτός που προφυλάσσει από τον άνεμο και το κρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -σκεπής (< σκέπας «κάλυμμα»)].