ἑξάσημος: Difference between revisions
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e(ca/shmos | |Beta Code=e(ca/shmos | ||
|Definition=[ᾰ], ον, [[of six times]], συζυγία <span class="bibl">Heph.14.1</span>; ῥυθμοί Aristid. Quint.1.14. | |Definition=[ᾰ], ον, [[of six times]], συζυγία <span class="bibl">Heph.14.1</span>; ῥυθμοί Aristid. Quint.1.14. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />métr. y mús. [[que tiene seis tiempos o unidades]] ἑ. μέγεθος del pie yámbico y dactílico, Aristox.<i>Rhyth</i>.34, ῥυθμοί Aristid.Quint.34.24, συζυγία Heph.14.1, cf. Anon.Bellerm.97. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑξάσημος''': -ον, ὁ ἔχων ἓξ χρόνους ἢ ἓξ βραχείας συλλαβάς, ὃ (τὸ Ἀλκαϊκὸν ἑνδεκασύλλαβον) τὴν μὲν πρώτην συζυγίαν ἔχει ἰαμβικήν, [[ἤτοι]] ἑξάσημον ἢ ἑπτάσημον Ἡφαιστ. 14. 3· πρβλ. Δράκοντα σ. 125. 12, ἔκδ. Ἑρμάννου (1812). | |lstext='''ἑξάσημος''': -ον, ὁ ἔχων ἓξ χρόνους ἢ ἓξ βραχείας συλλαβάς, ὃ (τὸ Ἀλκαϊκὸν ἑνδεκασύλλαβον) τὴν μὲν πρώτην συζυγίαν ἔχει ἰαμβικήν, [[ἤτοι]] ἑξάσημον ἢ ἑπτάσημον Ἡφαιστ. 14. 3· πρβλ. Δράκοντα σ. 125. 12, ἔκδ. Ἑρμάννου (1812). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 16:10, 1 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ον, of six times, συζυγία Heph.14.1; ῥυθμοί Aristid. Quint.1.14.
Spanish (DGE)
-ον
métr. y mús. que tiene seis tiempos o unidades ἑ. μέγεθος del pie yámbico y dactílico, Aristox.Rhyth.34, ῥυθμοί Aristid.Quint.34.24, συζυγία Heph.14.1, cf. Anon.Bellerm.97.
German (Pape)
[Seite 873] aus 6 Zeichen, sechs Moren bestehend, Music., wie Schol. Soph. Ai. 1174.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξάσημος: -ον, ὁ ἔχων ἓξ χρόνους ἢ ἓξ βραχείας συλλαβάς, ὃ (τὸ Ἀλκαϊκὸν ἑνδεκασύλλαβον) τὴν μὲν πρώτην συζυγίαν ἔχει ἰαμβικήν, ἤτοι ἑξάσημον ἢ ἑπτάσημον Ἡφαιστ. 14. 3· πρβλ. Δράκοντα σ. 125. 12, ἔκδ. Ἑρμάννου (1812).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἑξάσημος, -ον)
1. (μετρ.) ο μετρικός πους που αποτελείται από έξι χρόνους ή έξι βραχείες συλλαβές, αλλιώς εξάχρονος
2. (βυζ. μουσ.) ρυθμικός πους που αποτελείται από έξι χρόνους και παρουσιάζεται είτε με τρία δίσημα είτε με δύο τρίσημα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έξι + -σημος (< σήμα)].
Russian (Dvoretsky)
ἑξάσημος: стих. состоящий из шести мор или шести кратких слогов.