ἑταιριστής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=etairistis | |Transliteration C=etairistis | ||
|Beta Code=e(tairisth/s | |Beta Code=e(tairisth/s | ||
|Definition= | |Definition=ἑταιριστοῦ, ὁ, [[lewd man]], Poll.6.188:—fem. [[ἑταιρίστρια]], = [[τριβάς]], [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 191e, Luc.''DMeretr.''5.2, Tim.''Lex.'' | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:06, 25 August 2023
English (LSJ)
ἑταιριστοῦ, ὁ, lewd man, Poll.6.188:—fem. ἑταιρίστρια, = τριβάς, Pl.Smp. 191e, Luc.DMeretr.5.2, Tim.Lex.
German (Pape)
[Seite 1047] ὁ, der Hurer, Poll. 6, 41.
Greek (Liddell-Scott)
ἑταιριστής: -οῦ, ὁ, ἀσελγὴς ἄνθρωπος, «ὁ περὶ τάς τῶν ἑταιρῶν θύρας κεκυλινδημένος» Πολυδ. Ϛ΄,188· θηλ. ἑταιρίστρια, = τριβάς, Πλάτ. Συμπ. 19Ε.
Greek Monolingual
ο, θηλ. εταιρίστρια (ΑΜ ἑταιριστής, θηλ. ἑταιρίστρια) εταιρίζω
νεοελλ.
1. αυτός που είναι μέλος κάποιας εταιρείας
2. ο φιλικός, ο μυημένος στα πράγματα της Φιλικής Εταιρείας
αρχ.
1. ο ασελγής άνθρωπος
2. το θηλ. ἡ ἑταιρίστρια
η ομοφυλόφιλη γυναίκα, η λεσβία («τοιαύτας [ἑταιριστρίας] γὰρ ἐν Λέσβῳ λέγουσι γυναῑκας ἀρρενωπούς», Λουκιαν.).