ἀμαθώδης: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)maqw/dhs
|Beta Code=a)maqw/dhs
|Definition=ες, [[sandy]], ποταμός <span class="bibl">Str.8.3.14</span>.
|Definition=ες, [[sandy]], ποταμός <span class="bibl">Str.8.3.14</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ες<br />[[arenoso]] τὸ ἀμαθώδη τὸν ποταμὸν ἢ τὴν χώραν εἶναι ψεῦδός φασι Str.8.3.14.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμᾰθώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] ἄμμῳ· [[πλήρης]] ἄμμου, [[ἀμμώδης]] [[ποταμός]], Στράβ. 344.
|lstext='''ἀμᾰθώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] ἄμμῳ· [[πλήρης]] ἄμμου, [[ἀμμώδης]] [[ποταμός]], Στράβ. 344.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ες<br />[[arenoso]] τὸ ἀμαθώδη τὸν ποταμὸν ἢ τὴν χώραν εἶναι ψεῦδός φασι Str.8.3.14.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμαθώδης]], -ες (Α)<br />[[αμμουδερός]], [[αμμώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμαθος]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ώδης</i>].
|mltxt=[[ἀμαθώδης]], -ες (Α)<br />[[αμμουδερός]], [[αμμώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμαθος]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ώδης</i>].
}}
}}

Revision as of 12:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμᾰθώδης Medium diacritics: ἀμαθώδης Low diacritics: αμαθώδης Capitals: ΑΜΑΘΩΔΗΣ
Transliteration A: amathṓdēs Transliteration B: amathōdēs Transliteration C: amathodis Beta Code: a)maqw/dhs

English (LSJ)

ες, sandy, ποταμός Str.8.3.14.

Spanish (DGE)

-ες
arenoso τὸ ἀμαθώδη τὸν ποταμὸν ἢ τὴν χώραν εἶναι ψεῦδός φασι Str.8.3.14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμᾰθώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἄμμῳ· πλήρης ἄμμου, ἀμμώδης ποταμός, Στράβ. 344.

Greek Monolingual

ἀμαθώδης, -ες (Α)
αμμουδερός, αμμώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμαθος (ΙΙ) + παραγ. κατάλ. -ώδης].