ἀναρθρία: Difference between revisions
From LSJ
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)narqri/a | |Beta Code=a)narqri/a | ||
|Definition=ἡ, [[want of vigour]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>894b21</span>. | |Definition=ἡ, [[want of vigour]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>894b21</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[debilidad de las articulaciones]] θηλυκή Arist.<i>Pr</i>.894<sup>b</sup>21. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναρθρία''': ἡ, [[ἀτονία]] ταῶν ἄρθρων, ἐπὶ εὐνούχων, Ἀριστ. Προβλ. 10. 36, 1. | |lstext='''ἀναρθρία''': ἡ, [[ἀτονία]] ταῶν ἄρθρων, ἐπὶ εὐνούχων, Ἀριστ. Προβλ. 10. 36, 1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:10, 1 October 2022
English (LSJ)
ἡ, want of vigour, Arist.Pr.894b21.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
debilidad de las articulaciones θηλυκή Arist.Pr.894b21.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναρθρία: ἡ, ἀτονία ταῶν ἄρθρων, ἐπὶ εὐνούχων, Ἀριστ. Προβλ. 10. 36, 1.
Greek Monolingual
(I)
η (Α ἀναρθρία)
νεοελλ.
το να μη μπορεί κάποιος να αρθρώσει κατανοητή ομιλία λόγω νευρικής βλάβης των μυών που συνεργούν στην παραγωγή του προφορικού λόγου
αρχ.
έλλειψη σφρίγους, ατονία.
(II)
η (Α ἀναρθρία) ἄναρθρος
νεοελλ.
αδυναμία για άρθρωση κανονικής ομιλίας
αρχ.
αδυναμία μελών του σώματος.
Russian (Dvoretsky)
ἀναρθρία: ἡ слабость членов, слабосильность (θηλυκή Arst.).