ἀνεύθυντος: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)neu/quntos
|Beta Code=a)neu/quntos
|Definition=ον, [[which cannot be straightened]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>386a8</span>.
|Definition=ον, [[which cannot be straightened]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>386a8</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no puede ser enderezado]], [[rígido]] de cosas como el ladrillo y la piedra ἄκαμπτα καὶ ἀνεύθυντα Arist.<i>Mete</i>.386<sup>a</sup>8.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεύθυντος''': -ον, ὁ μὴ [[εὐθυντός]], ἄκαμπτα καὶ ἀνεύθυντα, δηλ. τὰ μὴ ἐξ εὐθύτητος εἰς περιφέρειαν μεταβαλλόμενα καὶ τὰ μὴ ἐκ περιφερείας εἰς εὐθύτητα, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 8.
|lstext='''ἀνεύθυντος''': -ον, ὁ μὴ [[εὐθυντός]], ἄκαμπτα καὶ ἀνεύθυντα, δηλ. τὰ μὴ ἐξ εὐθύτητος εἰς περιφέρειαν μεταβαλλόμενα καὶ τὰ μὴ ἐκ περιφερείας εἰς εὐθύτητα, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 8.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no puede ser enderezado]], [[rígido]] de cosas como el ladrillo y la piedra ἄκαμπτα καὶ ἀνεύθυντα Arist.<i>Mete</i>.386<sup>a</sup>8.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεύθυντος Medium diacritics: ἀνεύθυντος Low diacritics: ανεύθυντος Capitals: ΑΝΕΥΘΥΝΤΟΣ
Transliteration A: aneúthyntos Transliteration B: aneuthyntos Transliteration C: aneythyntos Beta Code: a)neu/quntos

English (LSJ)

ον, which cannot be straightened, Arist.Mete.386a8.

Spanish (DGE)

-ον
que no puede ser enderezado, rígido de cosas como el ladrillo y la piedra ἄκαμπτα καὶ ἀνεύθυντα Arist.Mete.386a8.

German (Pape)

[Seite 227] nicht gerade gemacht, ungerade, Arist. meteor. 4, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεύθυντος: -ον, ὁ μὴ εὐθυντός, ἄκαμπτα καὶ ἀνεύθυντα, δηλ. τὰ μὴ ἐξ εὐθύτητος εἰς περιφέρειαν μεταβαλλόμενα καὶ τὰ μὴ ἐκ περιφερείας εἰς εὐθύτητα, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 8.

Greek Monolingual

ἀνεύθυντος, -ον (Α)
ευθύνω
εκείνος που δεν μπορεί να γίνει ευθύς, να μπεί σε ευθεία.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεύθυντος: не могущий быть выпрямленным, непрямой (ἄκαμπτος καὶ ἀ. Arst.).