ἀπανθρακίς: Difference between revisions
From LSJ
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)panqraki/s | |Beta Code=a)panqraki/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, [[cake baked on coals]], <span class="bibl">Diocl.Fr.116</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐπανθρακίς]]), cf. Hsch. | |Definition=ίδος, ἡ, [[cake baked on coals]], <span class="bibl">Diocl.Fr.116</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐπανθρακίς]]), cf. Hsch. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br />[[torta cocida sobre brasas]] Diocl.<i>Fr</i>.116, Hsch.<br /><b class="num">•</b>plu. [[pescaditos]] que se preparan a la brasa, Hsch. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπανθρακίς''': -ίδος, ἡ, μικρὸς [[ἰχθὺς]] πρὸς ὄπτησιν, «ἀπανθρακίδες· οἱ πρὸς ὄπτησιν ἐπιτήδειοι ἰχθύες». Ἡσύχ.: [[ὡσαύτως]], ἐπανθρακὶς (ἴδε τὴν λέξιν) Ἀθήν. 129Β. ΙΙ. [[πέμμα]] ὀπτηθὲν ἐπ’ ἀνθράκων, διάφ. γραφὴ ἐν Διοκλ. Καρυστ. παρ’ Ἀθην. 110Β, «πέμματος [[εἶδος]] ἀπανθρακὶς» Ἡσύχ.: ἴδε Στουρζ. Μακεδ. Διάλ. σ. 69. | |lstext='''ἀπανθρακίς''': -ίδος, ἡ, μικρὸς [[ἰχθὺς]] πρὸς ὄπτησιν, «ἀπανθρακίδες· οἱ πρὸς ὄπτησιν ἐπιτήδειοι ἰχθύες». Ἡσύχ.: [[ὡσαύτως]], ἐπανθρακὶς (ἴδε τὴν λέξιν) Ἀθήν. 129Β. ΙΙ. [[πέμμα]] ὀπτηθὲν ἐπ’ ἀνθράκων, διάφ. γραφὴ ἐν Διοκλ. Καρυστ. παρ’ Ἀθην. 110Β, «πέμματος [[εἶδος]] ἀπανθρακὶς» Ἡσύχ.: ἴδε Στουρζ. Μακεδ. Διάλ. σ. 69. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 6 October 2022
English (LSJ)
ίδος, ἡ, cake baked on coals, Diocl.Fr.116 (v.l. ἐπανθρακίς), cf. Hsch.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
torta cocida sobre brasas Diocl.Fr.116, Hsch.
•plu. pescaditos que se preparan a la brasa, Hsch.
German (Pape)
[Seite 278] ίδος, ἡ, Bratfisch, Ath. VII, 129 b; auch ein Backwerk, v.l. ἐπανθρακίς, Ath. S. unten.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπανθρακίς: -ίδος, ἡ, μικρὸς ἰχθὺς πρὸς ὄπτησιν, «ἀπανθρακίδες· οἱ πρὸς ὄπτησιν ἐπιτήδειοι ἰχθύες». Ἡσύχ.: ὡσαύτως, ἐπανθρακὶς (ἴδε τὴν λέξιν) Ἀθήν. 129Β. ΙΙ. πέμμα ὀπτηθὲν ἐπ’ ἀνθράκων, διάφ. γραφὴ ἐν Διοκλ. Καρυστ. παρ’ Ἀθην. 110Β, «πέμματος εἶδος ἀπανθρακὶς» Ἡσύχ.: ἴδε Στουρζ. Μακεδ. Διάλ. σ. 69.