ἀπεψία: Difference between revisions

From LSJ

Καρπὸς γὰρ ἀρετῆς ἐστιν εὔτακτος βίος → Composita recte vita frux virtutis est → Ein wohlgeordnet Leben ist der Tugend Frucht

Menander, Monostichoi, 298
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)peyi/a
|Beta Code=a)peyi/a
|Definition=ἡ, (ἄπεπτος) [[indigestion]], etc.; δι' ἀπεψίαν <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>668b8</span>: in plural, <span class="bibl">Id.<span class="title">Mete.</span>381b9</span>, Plu.2.127d, Gal.8.34, <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.131</span>.
|Definition=ἡ, (ἄπεπτος) [[indigestion]], etc.; δι' ἀπεψίαν <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>668b8</span>: in plural, <span class="bibl">Id.<span class="title">Mete.</span>381b9</span>, Plu.2.127d, Gal.8.34, <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.131</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />medic. [[falta de cocción]], [[crudeza]], [[indigestión]] ἐκ περιόδου καὶ πότου ἀπεψίη Hp.<i>Epid</i>.7.109, χωρὶς ἀπεψίης Hp.<i>Coac</i>.448, ἡ μαλακία ... ἐστι ἐξ ἀπεψίας Arist.<i>Pr</i>.959<sup>b</sup>23, διὰ τὴν ἀπεψίαν γίνεται διάρροια Arist.<i>GA</i> 728<sup>a</sup>22, cf. <i>PA</i> 668<sup>b</sup>8, ἀπεψίαι ἔνιαι ὅμοιαι τῇ μολύνσει Arist.<i>Mete</i>.381<sup>b</sup>9, ἀπεψίαν ἔχοντες Plu.2.125e, cf. 2.127d, ἀπεψίαις χρώμενος <i>IG</i> 4<sup>2</sup>.126.3 (Epidauro II d.C.), ἐν ταῖς τοιαύταις ἀπεψίαις Gal.8.34, [[διά]] ... τε ἀπεψιῶν καὶ χολερικῶν παθῶν S.E.<i>P</i>.1.131, διαλέγεσθαι περὶ ἀπεψίας Hierocl.<i>Facet</i>.94, cf. Sm.<i>Nu</i>.11.20<br /><b class="num">•</b>c. gen. ἀ. τῆς ἐν τῷ περικαρπίῳ τροφῆς Arist.<i>Mete</i>.380<sup>a</sup>28, cf. Heph.Astr.2.36.22, ἀ. τῶν εἰσφερομένων Arist.<i>Pr</i>.862<sup>b</sup>5.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπεψία''': ἡ, ([[ἄπεπτος]]), [[ἔλλειψις]] πέψεως, ἀχωνευσία, Κωμ. Ἀνών. 59, Ἀριστ., κτλ.· δι’ ἀπεψίαν ὁ αὐτ. π. Ζ. μορ. 3. 5, 14· καὶ ἐν τῷ πληθ. ὁ αὐτ. Μετεωρ. 4. 3, 21, Σέξτ. Ἐμπειρ. Π. 1. 131.
|lstext='''ἀπεψία''': ἡ, ([[ἄπεπτος]]), [[ἔλλειψις]] πέψεως, ἀχωνευσία, Κωμ. Ἀνών. 59, Ἀριστ., κτλ.· δι’ ἀπεψίαν ὁ αὐτ. π. Ζ. μορ. 3. 5, 14· καὶ ἐν τῷ πληθ. ὁ αὐτ. Μετεωρ. 4. 3, 21, Σέξτ. Ἐμπειρ. Π. 1. 131.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />medic. [[falta de cocción]], [[crudeza]], [[indigestión]] ἐκ περιόδου καὶ πότου ἀπεψίη Hp.<i>Epid</i>.7.109, χωρὶς ἀπεψίης Hp.<i>Coac</i>.448, ἡ μαλακία ... ἐστι ἐξ ἀπεψίας Arist.<i>Pr</i>.959<sup>b</sup>23, διὰ τὴν ἀπεψίαν γίνεται διάρροια Arist.<i>GA</i> 728<sup>a</sup>22, cf. <i>PA</i> 668<sup>b</sup>8, ἀπεψίαι ἔνιαι ὅμοιαι τῇ μολύνσει Arist.<i>Mete</i>.381<sup>b</sup>9, ἀπεψίαν ἔχοντες Plu.2.125e, cf. 2.127d, ἀπεψίαις χρώμενος <i>IG</i> 4<sup>2</sup>.126.3 (Epidauro II d.C.), ἐν ταῖς τοιαύταις ἀπεψίαις Gal.8.34, [[διά]] ... τε ἀπεψιῶν καὶ χολερικῶν παθῶν S.E.<i>P</i>.1.131, διαλέγεσθαι περὶ ἀπεψίας Hierocl.<i>Facet</i>.94, cf. Sm.<i>Nu</i>.11.20<br /><b class="num">•</b>c. gen. ἀ. τῆς ἐν τῷ περικαρπίῳ τροφῆς Arist.<i>Mete</i>.380<sup>a</sup>28, cf. Heph.Astr.2.36.22, ἀ. τῶν εἰσφερομένων Arist.<i>Pr</i>.862<sup>b</sup>5.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεψία Medium diacritics: ἀπεψία Low diacritics: απεψία Capitals: ΑΠΕΨΙΑ
Transliteration A: apepsía Transliteration B: apepsia Transliteration C: apepsia Beta Code: a)peyi/a

English (LSJ)

ἡ, (ἄπεπτος) indigestion, etc.; δι' ἀπεψίαν Arist.PA668b8: in plural, Id.Mete.381b9, Plu.2.127d, Gal.8.34, S.E.P.1.131.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
medic. falta de cocción, crudeza, indigestión ἐκ περιόδου καὶ πότου ἀπεψίη Hp.Epid.7.109, χωρὶς ἀπεψίης Hp.Coac.448, ἡ μαλακία ... ἐστι ἐξ ἀπεψίας Arist.Pr.959b23, διὰ τὴν ἀπεψίαν γίνεται διάρροια Arist.GA 728a22, cf. PA 668b8, ἀπεψίαι ἔνιαι ὅμοιαι τῇ μολύνσει Arist.Mete.381b9, ἀπεψίαν ἔχοντες Plu.2.125e, cf. 2.127d, ἀπεψίαις χρώμενος IG 42.126.3 (Epidauro II d.C.), ἐν ταῖς τοιαύταις ἀπεψίαις Gal.8.34, διά ... τε ἀπεψιῶν καὶ χολερικῶν παθῶν S.E.P.1.131, διαλέγεσθαι περὶ ἀπεψίας Hierocl.Facet.94, cf. Sm.Nu.11.20
c. gen. ἀ. τῆς ἐν τῷ περικαρπίῳ τροφῆς Arist.Mete.380a28, cf. Heph.Astr.2.36.22, ἀ. τῶν εἰσφερομένων Arist.Pr.862b5.

German (Pape)

[Seite 290] ἡ, Unverdaulichkeit, Arist. meteor. 4, 3; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεψία: ἡ, (ἄπεπτος), ἔλλειψις πέψεως, ἀχωνευσία, Κωμ. Ἀνών. 59, Ἀριστ., κτλ.· δι’ ἀπεψίαν ὁ αὐτ. π. Ζ. μορ. 3. 5, 14· καὶ ἐν τῷ πληθ. ὁ αὐτ. Μετεωρ. 4. 3, 21, Σέξτ. Ἐμπειρ. Π. 1. 131.

Greek Monolingual

η (AM ἀπεψία) άπεπτος
κακή πέψη, δυσπεψία.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεψία: ἡ тж. pl. дурное пищеварение, несварение Arst., Plut., Sext.