Χιογενής: Difference between revisions
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=*xiogenh/s | |Beta Code=*xiogenh/s | ||
|Definition=ές, [[of Chian growth]], of wine, <span class="title">AP</span>11.44 (Phld.). | |Definition=ές, [[of Chian growth]], of wine, <span class="title">AP</span>11.44 (Phld.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />originaire de Chios.<br />'''Étymologie:''' [[Χίος]], [[γένος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Χῑογενής''': -ές, Χῖος τὸ γένος, τὴν καταγωγήν, ἐπὶ οἴνου, Βρομίου Χιογενῆ πρόποσιν Ἀνθ. Π. 11. 44. | |lstext='''Χῑογενής''': -ές, Χῖος τὸ γένος, τὴν καταγωγήν, ἐπὶ οἴνου, Βρομίου Χιογενῆ πρόποσιν Ἀνθ. Π. 11. 44. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 19:10, 1 October 2022
English (LSJ)
ές, of Chian growth, of wine, AP11.44 (Phld.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
originaire de Chios.
Étymologie: Χίος, γένος.
Greek (Liddell-Scott)
Χῑογενής: -ές, Χῖος τὸ γένος, τὴν καταγωγήν, ἐπὶ οἴνου, Βρομίου Χιογενῆ πρόποσιν Ἀνθ. Π. 11. 44.
Greek Monotonic
Χῑογενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που κατάγεται από τη Χίο, λέγεται για κρασί, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
Χῑογενής: родом из Хиоса, хиосский: Χ. Βρομίου πρόποσις Anth. = Χῖος οἶνος.
Middle Liddell
Χῑο-γενής, ές γίγνομαι
of Chian growth, of wine, Anth.
German (Pape)
[Seite 1356] ές, von chiischer Abkunft, chiisch, πρόποσις Philodem. (XI, 44), vom Chierwein.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χιογενής
βοτ. γένος φυτών της οικογένειας ερεικίδες
μσν.-αρχ.
(για κρασί) αυτός που προέρχεται από τη Χίο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Χῖος + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. Περσο-γενής].