εὐπεριαίρετος: Difference between revisions
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐπεριαίρετος]], -ον (Α)<br />(για φλοιό) αυτός που αφαιρείται [[γύρω]] [[γύρω]] εύκολα, που ξεφλουδίζεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>περι</i>-[[αιρετός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>-[[αιρώ]])]. | |mltxt=[[εὐπεριαίρετος]], -ον (Α)<br />(για φλοιό) αυτός που αφαιρείται [[γύρω]] [[γύρω]] εύκολα, που ξεφλουδίζεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>περι</i>-[[αιρετός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>-[[αιρώ]])]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[leicht]] [[ringsum]] [[wegzunehmen]]</i>, [[φλοιός]], Theophr. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:10, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, easily stripped off, φλοιός Thphr.HP5.1.1.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπεριαίρετος: -ον, εὐκόλως ἀφαιρούμενος, τότε γὰρ εὐπεριαίρετος ὁ φλοιὸς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 1· πρβλ. δυσπεριαίρετος αὐτόθι.
Greek Monolingual
εὐπεριαίρετος, -ον (Α)
(για φλοιό) αυτός που αφαιρείται γύρω γύρω εύκολα, που ξεφλουδίζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι-αιρετός (< περι-αιρώ)].
German (Pape)
leicht ringsum wegzunehmen, φλοιός, Theophr.