εὔζωμον: Difference between revisions

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1066.png Seite 1066]] τό, eine Pflanze, eruca, deren Saamen zum Würzen gebraucht wurde, Theophr.; eigtl. gute Brühe gebend, von εὔζωμος.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1066.png Seite 1066]] τό, eine Pflanze, eruca, deren Saamen zum Würzen gebraucht wurde, Theophr.; eigtl. gute Brühe gebend, von εὔζωμος.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />roquette, plante.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ζωμός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔζωμον''': τό, φυτὸν οὗ τὰ σπέρματα ἐχρησίμευον παρὰ τοῖς ἀρχαίοις ὡς παρ’ ἡμῖν τὰ τοῦ σινάπεως. - Ἡ [[λέξις]] διετηρήθη ἐφθαρμένη ἐν τῷ πληθυν., [[διότι]] ὁ λαὸς τὰ εὔζωμα ὀνομάζει [[σήμερον]] «ζούματα», ἀλλὰ συνηθέστερον τὸ [[εὔζωμον]] ὀνομάζεται «ῥόκα», ἡ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 5, 3, Διοσκ. 2. 169. - Κυρίως οὐδ. τοῦ εὔζωμος, δηλ. ἐξ οὗ κατασκευάζεται καλὸς [[ζωμός]].
|lstext='''εὔζωμον''': τό, φυτὸν οὗ τὰ σπέρματα ἐχρησίμευον παρὰ τοῖς ἀρχαίοις ὡς παρ’ ἡμῖν τὰ τοῦ σινάπεως. - Ἡ [[λέξις]] διετηρήθη ἐφθαρμένη ἐν τῷ πληθυν., [[διότι]] ὁ λαὸς τὰ εὔζωμα ὀνομάζει [[σήμερον]] «ζούματα», ἀλλὰ συνηθέστερον τὸ [[εὔζωμον]] ὀνομάζεται «ῥόκα», ἡ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 5, 3, Διοσκ. 2. 169. - Κυρίως οὐδ. τοῦ εὔζωμος, δηλ. ἐξ οὗ κατασκευάζεται καλὸς [[ζωμός]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />roquette, plante.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ζωμός]].
}}
}}
{{eles
{{eles
|esgtx=[[roqueta]]
|esgtx=[[roqueta]]
}}
}}

Revision as of 19:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔζωμον Medium diacritics: εὔζωμον Low diacritics: εύζωμον Capitals: ΕΥΖΩΜΟΝ
Transliteration A: eúzōmon Transliteration B: euzōmon Transliteration C: eyzomon Beta Code: eu)/zwmon

English (LSJ)

τό, rocket, Eruca sativa, Thphr.HP1.6.6, al., CP2.5.3, PCair.Zen.292.15 (iii B. C.), Dsc.2.140, POxy.1088.15 (i A. D.), Ael. NA6.46, Gal.1.681. (Prop.neut. of εὔζωμος, ον, making good broth.)

German (Pape)

[Seite 1066] τό, eine Pflanze, eruca, deren Saamen zum Würzen gebraucht wurde, Theophr.; eigtl. gute Brühe gebend, von εὔζωμος.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
roquette, plante.
Étymologie: εὖ, ζωμός.

Greek (Liddell-Scott)

εὔζωμον: τό, φυτὸν οὗ τὰ σπέρματα ἐχρησίμευον παρὰ τοῖς ἀρχαίοις ὡς παρ’ ἡμῖν τὰ τοῦ σινάπεως. - Ἡ λέξις διετηρήθη ἐφθαρμένη ἐν τῷ πληθυν., διότι ὁ λαὸς τὰ εὔζωμα ὀνομάζει σήμερον «ζούματα», ἀλλὰ συνηθέστερον τὸ εὔζωμον ὀνομάζεται «ῥόκα», ἡ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 5, 3, Διοσκ. 2. 169. - Κυρίως οὐδ. τοῦ εὔζωμος, δηλ. ἐξ οὗ κατασκευάζεται καλὸς ζωμός.

Spanish

roqueta