οὐρανοφάντωρ: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[οὐρανοφάντωρ]], -ορος)<br />(ως [[προσωνυμία]] του Μεγάλου Βασιλείου) αυτός που εκπέμπει [[λάμψη]] η οποία φτάνει ώς τον ουρανό ή αυτός που αποκαλύπτει τα ουράνια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φάντωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιερο</i>-[[φάντωρ]]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[οὐρανοφάντωρ]], -ορος)<br />(ως [[προσωνυμία]] του Μεγάλου Βασιλείου) αυτός που εκπέμπει [[λάμψη]] η οποία φτάνει ώς τον ουρανό ή αυτός που αποκαλύπτει τα ουράνια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φάντωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]]), [[πρβλ]]. [[ιεροφάντωρ]]].
}}
}}

Revision as of 14:50, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρᾰνοφάντωρ Medium diacritics: οὐρανοφάντωρ Low diacritics: ουρανοφάντωρ Capitals: ΟΥΡΑΝΟΦΑΝΤΩΡ
Transliteration A: ouranophántōr Transliteration B: ouranophantōr Transliteration C: ouranofantor Beta Code: ou)ranofa/ntwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ, shining up to heaven; or disclosing heaven, Suid.

German (Pape)

[Seite 418] ορος, ὁ, am Himmel erscheinend, od. nach Suid. οὗ ἡ λαμπρότης εἰς ὕψος φαίνεται, bis zum Himmel leuchtend.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰνοφάντωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ λάμπων μέχρις οὐρανοῦ· ἢ ὁ ἀποκαλύπτων τὰ οὐράνια, ἐπίθετον τοῦ Μ. Βασιλείου, Βίος Βασιλ. 168D, Νικηφ. Κ/πόλεως 1064C.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ οὐρανοφάντωρ, -ορος)
(ως προσωνυμία του Μεγάλου Βασιλείου) αυτός που εκπέμπει λάμψη η οποία φτάνει ώς τον ουρανό ή αυτός που αποκαλύπτει τα ουράνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + φάντωρ (< φαίνω), πρβλ. ιεροφάντωρ].