ταχύγλωσσος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[ταχύγλωσσος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που μιλά [[γρήγορα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που πάσχει από [[ταχυγλωσσία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ταχύγλωσσος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] μονοτρήματων θηλαστικών της Αυστραλίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλῶσσα]]), | |mltxt=-η, -ο / [[ταχύγλωσσος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που μιλά [[γρήγορα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που πάσχει από [[ταχυγλωσσία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ταχύγλωσσος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] μονοτρήματων θηλαστικών της Αυστραλίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλῶσσα]]), [[πρβλ]]. [[βραδύγλωσσος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, quick of tongue, talking fast, Hp.Epid.2.6.1, Ruf.Fr.70, etc.
German (Pape)
[Seite 1076] schnellzüngig, voreilig im Reden, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχύγλωσσος: -ον, ὁ ταχεῖαν ἔχων γλῶσσαν, ταχέως λαλῶν, Ἱππ. 1050D, κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / ταχύγλωσσος, -ον, ΝΑ
αυτός που μιλά γρήγορα
νεοελλ.
1. ιατρ. αυτός που πάσχει από ταχυγλωσσία
2. το αρσ. ως ουσ. ο ταχύγλωσσος
ζωολ. γένος μονοτρήματων θηλαστικών της Αυστραλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. βραδύγλωσσος].