ταχυκίνητος: Difference between revisions

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ταχυκίνητος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που κινείται με [[ταχύτητα]], [[ευκίνητος]], [[γοργοκίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κινητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κινῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>βραδυ</i>-<i>κίνητος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[ταχυκίνητος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που κινείται με [[ταχύτητα]], [[ευκίνητος]], [[γοργοκίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κινητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κινῶ</i>), [[πρβλ]]. [[βραδυκίνητος]]].
}}
}}

Revision as of 11:45, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠκίνητος Medium diacritics: ταχυκίνητος Low diacritics: ταχυκίνητος Capitals: ΤΑΧΥΚΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: tachykínētos Transliteration B: tachykinētos Transliteration C: tachykinitos Beta Code: taxuki/nhtos

English (LSJ)

[ῑ], ον, moving quickly, Gal.19.631, Porph.in Harm. p.240 W., Adam.2.45.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχῠκίνητος: -ον, ὁ ταχέως κινούμενος, Πολέμωνος Φυσιογν. σ. 284, Πορφ., κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / ταχυκίνητος, -ον, ΝΑ
αυτός που κινείται με ταχύτητα, ευκίνητος, γοργοκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + κινητός (< κινῶ), πρβλ. βραδυκίνητος].