τετράτροχος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τετράτροχος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] τροχούς («τετράτροχη [[άμαξα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράτροχο</i><br />όχημα με [[τέσσερεις]] τροχούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τροχός]] (<b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>τροχος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[τετράτροχος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] τροχούς («τετράτροχη [[άμαξα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράτροχο</i><br />όχημα με [[τέσσερεις]] τροχούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τροχός]] ([[πρβλ]]. [[δίτροχος]])].
}}
}}

Revision as of 16:39, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράτροχος Medium diacritics: τετράτροχος Low diacritics: τετράτροχος Capitals: ΤΕΤΡΑΤΡΟΧΟΣ
Transliteration A: tetrátrochos Transliteration B: tetratrochos Transliteration C: tetratrochos Beta Code: tetra/troxos

English (LSJ)

ον, four-wheeled, Edict.Diocl.15.38a, Sch.Od.9.242, Apollon.Lex.s.v. τετράκυκλος.

German (Pape)

[Seite 1099] vierrädrig, Schol. Od. 1, 242.

Greek (Liddell-Scott)

τετράτροχος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας τροχούς, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ι. 242, Ἀπολλων. Λεξικ. ἐν λ. τετράκυκλος.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράτροχος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει τέσσερεις τροχούς («τετράτροχη άμαξα»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τετράτροχο
όχημα με τέσσερεις τροχούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + τροχός (πρβλ. δίτροχος)].