ταὐτόσημος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ταὐτόσημος]], -ον, ΝΜ<br />(για όρους, λέξεις, εκφράσεις) αυτός που έχει την [[ίδια]] ακριβώς [[σημασία]] με άλλον, [[ταυτοσήμαντος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όμοιος, [[απαράλλαχτος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ταυτόσημη [[διακοίνωση]]» — [[διακοίνωση]] που επιδίδεται από πολλούς πρεσβευτές και έχει το ίδιο [[περιεχόμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταυτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>σημος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[ταὐτόσημος]], -ον, ΝΜ<br />(για όρους, λέξεις, εκφράσεις) αυτός που έχει την [[ίδια]] ακριβώς [[σημασία]] με άλλον, [[ταυτοσήμαντος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όμοιος, [[απαράλλαχτος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ταυτόσημη [[διακοίνωση]]» — [[διακοίνωση]] που επιδίδεται από πολλούς πρεσβευτές και έχει το ίδιο [[περιεχόμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταυτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]]), [[πρβλ]]. [[πολύσημος]]].
}}
}}

Revision as of 11:47, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταὐτόσημος Medium diacritics: ταὐτόσημος Low diacritics: ταυτόσημος Capitals: ΤΑΥΤΟΣΗΜΟΣ
Transliteration A: tautósēmos Transliteration B: tautosēmos Transliteration C: taftosimos Beta Code: tau)to/shmos

English (LSJ)

ον, of the same signification, Eust.103.23:

German (Pape)

[Seite 1075] dasselbe bezeichnend, gleichbedeutend, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ταὐτόσημος: -ον, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν σημασίαν Εὐστ. 103. 13· ταὐτοσήμαντος, ον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 16, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / ταὐτόσημος, -ον, ΝΜ
(για όρους, λέξεις, εκφράσεις) αυτός που έχει την ίδια ακριβώς σημασία με άλλον, ταυτοσήμαντος
νεοελλ.
1. όμοιος, απαράλλαχτος
2. φρ. «ταυτόσημη διακοίνωση» — διακοίνωση που επιδίδεται από πολλούς πρεσβευτές και έχει το ίδιο περιεχόμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- + -σημος (< σῆμα), πρβλ. πολύσημος].