τρομοποιός: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όν, Α<br />αυτός που προκαλεί τρόμο σε κάποιον, που τον κάνει να τρέμει από φόβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρόμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]]. | |mltxt=-όν, Α<br />αυτός που προκαλεί τρόμο σε κάποιον, που τον κάνει να τρέμει από φόβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρόμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[Zittern]] [[erregend]], Schol. Eur. Phoen</i>. 1291. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:57, 24 November 2022
English (LSJ)
όν, causing fright, Sch. E.Ph.1285.
Greek (Liddell-Scott)
τρομοποιός: -όν, ὁ προξενῶν τρόμον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1291.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που προκαλεί τρόμο σε κάποιον, που τον κάνει να τρέμει από φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόμος + -ποιός].