τρυμάτιον: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α [[τρῡμα</i>, <i>τρύματος]]<br />([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) υποκορ. του [[τρύμα]]. | |mltxt=τὸ, Α [[τρῡμα</i>, <i>τρύματος]]<br />([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) υποκορ. του [[τρύμα]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῡ], τό, dim. von [[τρῦμα]], <i>EM</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:54, 24 November 2022
English (LSJ)
τό, Dim. of τρῦμα, EM752.51 (τρυμμ-, prob. f.l. for τρημάτιον).
Greek (Liddell-Scott)
τρῡμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τρῦμα. τὰ ἄνω τρυμάτια τοῦ ἐπὶ τῷ ἰστῷ ὀργάνου Ἐτυμ. Μέγ. 752, 52. ἐν λ. τερθρεία.
Greek Monolingual
τὸ, Α [[τρῡμα, τρύματος]]
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) υποκορ. του τρύμα.
German (Pape)
[ῡ], τό, dim. von τρῦμα, EM.