ἀρχοντεύω: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)rxonteu/w | |Beta Code=a)rxonteu/w | ||
|Definition=[[hold office of]] [[ἄρχων]], <span class="title">IPE</span>12.130.17 (Olbia, ii/iii A. D.). | |Definition=[[hold office of]] [[ἄρχων]], <span class="title">IPE</span>12.130.17 (Olbia, ii/iii A. D.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[ser arconte]], <i>IHadrian</i>.40.7 (II d.C.), <i>IPE</i> 1<sup>2</sup>.130.17 (Olbia II/III d.C.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρχοντεύω''': εἶμαι ἄρχων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2076, 2402: - [[ἐντεῦθεν]] ἀρχοντία ἢ ἀρχοντεία, [[ἐπικράτεια]] ἄρχοντος, [[ἐπαρχία]], τοὺς τῶν ἄλλων ἀρχοντιῶν λαοὺς Νικηφόρος Κωνσταντινουπόλεως σ. 50. 15. | |lstext='''ἀρχοντεύω''': εἶμαι ἄρχων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2076, 2402: - [[ἐντεῦθεν]] ἀρχοντία ἢ ἀρχοντεία, [[ἐπικράτεια]] ἄρχοντος, [[ἐπαρχία]], τοὺς τῶν ἄλλων ἀρχοντιῶν λαοὺς Νικηφόρος Κωνσταντινουπόλεως σ. 50. 15. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Μ [[ἀρχοντεύω]]) [[άρχων]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[πλούσιος]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[συμπεριφέρομαι]] αρχοντικά. | |mltxt=(Μ [[ἀρχοντεύω]]) [[άρχων]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[πλούσιος]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[συμπεριφέρομαι]] αρχοντικά. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 1 October 2022
English (LSJ)
hold office of ἄρχων, IPE12.130.17 (Olbia, ii/iii A. D.).
Spanish (DGE)
ser arconte, IHadrian.40.7 (II d.C.), IPE 12.130.17 (Olbia II/III d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχοντεύω: εἶμαι ἄρχων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2076, 2402: - ἐντεῦθεν ἀρχοντία ἢ ἀρχοντεία, ἐπικράτεια ἄρχοντος, ἐπαρχία, τοὺς τῶν ἄλλων ἀρχοντιῶν λαοὺς Νικηφόρος Κωνσταντινουπόλεως σ. 50. 15.
Greek Monolingual
(Μ ἀρχοντεύω) άρχων
1. είμαι ή γίνομαι πλούσιος
2. (-ομαι) συμπεριφέρομαι αρχοντικά.