ἡγητικός: Difference between revisions
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=igitikos | |Transliteration C=igitikos | ||
|Beta Code=h(ghtiko/s | |Beta Code=h(ghtiko/s | ||
|Definition=Dor. | |Definition=Dor. [[ἁγητικός]], ή, όν, = [[ἡγεμονικός]], [[authoritative]], [[leading]], <b class="b3">τοὔνομ' οὐχ ἁ.</b> ''Com.Adesp.''in''Gött.Nachr.''1922.28; opp. [[ἀπορητικός]], Procl.''in Prm.''p.483 S.; dub. sens. in Vett.Val.15.16. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡγητικός]], δωρ. τ. ἁγητικός, -ή, -όν (Α) [[ηγητής]]<br />[[ηγετικός]], [[αυταρχικός]], καθοδηγητικός. | |mltxt=[[ἡγητικός]], δωρ. τ. ἁγητικός, -ή, -όν (Α) [[ηγητής]]<br />[[ηγετικός]], [[αυταρχικός]], καθοδηγητικός. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
Dor. ἁγητικός, ή, όν, = ἡγεμονικός, authoritative, leading, τοὔνομ' οὐχ ἁ. Com.Adesp.inGött.Nachr.1922.28; opp. ἀπορητικός, Procl.in Prm.p.483 S.; dub. sens. in Vett.Val.15.16.
Greek Monolingual
ἡγητικός, δωρ. τ. ἁγητικός, -ή, -όν (Α) ηγητής
ηγετικός, αυταρχικός, καθοδηγητικός.