Ἑρμίδιον: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=*(ermi/dion | |Beta Code=*(ermi/dion | ||
|Definition=v. [[Ἑρμῄδιον]]. [[small figure of Hermes]], [[small statue of Hermes]], [[dear little Hermes]] | |Definition=v. [[Ἑρμῄδιον]]. [[small figure of Hermes]], [[small statue of Hermes]], [[dear little Hermes]] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />petit Hermès :<br /><b>1</b> statuette <i>ou</i> figurine d’Hermès;<br /><b>2</b> <i>t. d’affect.</i> cher petit Hermès.<br />'''Étymologie:''' [[Ἑρμῆς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ἑρμίδιον''': ῑδ, τό, ὑποκορ. τοῦ [[Ἑρμῆς]], μικρὸν [[ἄγαλμα]] Ἑρμοῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 924· ὡς [[ἔκφρασις]] στοργῆς καὶ ἀγάπης, [[ὑποκόρισμα]] φιλοφρονητικόν, μή νυν λακήσῃς, λίσσομαί σ’, ὦρμίδιον [[αὐτόθι]] 382. Ἐν Λουκ. Χάρ. ἢ Ἐπισκ. 1, [[Ἑρμήδιον]] διὰ τοῦ η ἐν τῇ προπαραλ., [[ὅπερ]] [[ἴσως]] [[εἶναι]] ὁ ὀρθὸς [[τύπος]]. | |lstext='''Ἑρμίδιον''': ῑδ, τό, ὑποκορ. τοῦ [[Ἑρμῆς]], μικρὸν [[ἄγαλμα]] Ἑρμοῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 924· ὡς [[ἔκφρασις]] στοργῆς καὶ ἀγάπης, [[ὑποκόρισμα]] φιλοφρονητικόν, μή νυν λακήσῃς, λίσσομαί σ’, ὦρμίδιον [[αὐτόθι]] 382. Ἐν Λουκ. Χάρ. ἢ Ἐπισκ. 1, [[Ἑρμήδιον]] διὰ τοῦ η ἐν τῇ προπαραλ., [[ὅπερ]] [[ἴσως]] [[εἶναι]] ὁ ὀρθὸς [[τύπος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 17:10, 2 October 2022
English (LSJ)
v. Ἑρμῄδιον. small figure of Hermes, small statue of Hermes, dear little Hermes
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit Hermès :
1 statuette ou figurine d’Hermès;
2 t. d’affect. cher petit Hermès.
Étymologie: Ἑρμῆς.
Greek (Liddell-Scott)
Ἑρμίδιον: ῑδ, τό, ὑποκορ. τοῦ Ἑρμῆς, μικρὸν ἄγαλμα Ἑρμοῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 924· ὡς ἔκφρασις στοργῆς καὶ ἀγάπης, ὑποκόρισμα φιλοφρονητικόν, μή νυν λακήσῃς, λίσσομαί σ’, ὦρμίδιον αὐτόθι 382. Ἐν Λουκ. Χάρ. ἢ Ἐπισκ. 1, Ἑρμήδιον διὰ τοῦ η ἐν τῇ προπαραλ., ὅπερ ἴσως εἶναι ὁ ὀρθὸς τύπος.
Greek Monotonic
Ἑρμίδιον: [ῑ], τό, υποκορ. του Ἑρμῆς, μικρό άγαλμα Ερμή, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
Ἑρμίδιον: (μῑ) τό [demin. к Ἑρμῆς I] Гермидий
1) статуэтка Гермеса Arph.;
2) ласк. в обращении к Гермесу Arst.