ἡμιέτης: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=imietis
|Transliteration C=imietis
|Beta Code=h(mie/ths
|Beta Code=h(mie/ths
|Definition=ες, (ἔτος) [[of half a year]], ἡμιέτες, καὶ ἡ. χρόνος <span class="bibl">Poll.1.54</span>.
|Definition=ἡμιέτες, ([[ἔτος]]) [[of half a year]], ἡμιέτες, καὶ ἡ. χρόνος Poll.1.54.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιέτης Medium diacritics: ἡμιέτης Low diacritics: ημιέτης Capitals: ΗΜΙΕΤΗΣ
Transliteration A: hēmiétēs Transliteration B: hēmietēs Transliteration C: imietis Beta Code: h(mie/ths

English (LSJ)

ἡμιέτες, (ἔτος) of half a year, ἡμιέτες, καὶ ἡ. χρόνος Poll.1.54.

German (Pape)

[Seite 1168] χρόνος, = ἡμίετες, τό, Halbjahr, Poll. 1, 54.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιέτης: -ες, (ἔτος) ἔχων ἡλικίαν ἡμίσεος ἔτους, ἡμίετες, καὶ ἡμ. χρόνος Πολυδ. Α΄, 54.

Greek Monolingual

ἡμιέτης, -ες (Α)
αυτός που έχει ηλικία μισού έτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ετης (< έτος), πρβλ. διέτης, χιλιέτης].