ἰχνογραφία: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ichnografia
|Transliteration C=ichnografia
|Beta Code=i)xnografi/a
|Beta Code=i)xnografi/a
|Definition=ἡ, <b class="b2">tracing out: ground-plan</b>, Vitr.1.2.2.
|Definition=ἡ, [[tracing out]]: [[ground-plan]], Vitr.1.2.2.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 13:08, 25 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχνογρᾰφία Medium diacritics: ἰχνογραφία Low diacritics: ιχνογραφία Capitals: ΙΧΝΟΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: ichnographía Transliteration B: ichnographia Transliteration C: ichnografia Beta Code: i)xnografi/a

English (LSJ)

ἡ, tracing out: ground-plan, Vitr.1.2.2.

German (Pape)

[Seite 1277] ἡ, Grundriß, Vitruv. 1, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχνογρᾰφία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ γράφειν τὰ ἴχνη, τὰς κυριωτάτας γραμμάς, σχεδίασμα, Βιτρούβ. 1. 2, § 20.

Greek Monolingual

ἡ (Α ἰχνογραφία) ιχνογράφος
παράσταση ενός θέματος με γραμμές και χωρίς χρώματα, σχεδίασμα, ιχνογράφημα
νεοελλ.
1. το σχετικό μάθημα που διδάσκεται στα σχολεία
2. το μαθητικό τετράδιο ή βιβλίο που περιέχει ασκήσεις ή υποδείγματα ιχνογράφησης.