ὁμόζωνος: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁμόζωνος]], -ον (Α)<br />(για αστέρα) αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] [[θέση]] με άλλον στον [[ουράνιο]] θόλο («ὁμόζωνα ζῴδια», Βέττ. Βάλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]]), | |mltxt=[[ὁμόζωνος]], -ον (Α)<br />(για αστέρα) αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] [[θέση]] με άλλον στον [[ουράνιο]] θόλο («ὁμόζωνα ζῴδια», Βέττ. Βάλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]]), [[πρβλ]]. [[μονόζωνος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, houses of the same heavenly body, ζῴδια Vett.Val.269.9, Paul.Al. E.3, Rhetor.inCat.Cod.Astr.8(4).124 :—whence ὁμο-ζωνέω, Paul.Al. l.c.; ὁμο-ζωνία, ibid., Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).122.
German (Pape)
[Seite 334] sich in derselben Zone mit einem Andern befindend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόζωνος: -ον, ὁ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ζώνης, ὅθεν ὁμοζωνέω, ὁμοζωνία, Παῦλ. Ἀλεξ.
Greek Monolingual
ὁμόζωνος, -ον (Α)
(για αστέρα) αυτός που βρίσκεται στην ίδια θέση με άλλον στον ουράνιο θόλο («ὁμόζωνα ζῴδια», Βέττ. Βάλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. μονόζωνος].