ὁμοτέρμων: Difference between revisions
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0340.png Seite 340]] ον, zusammengrenzend, Grenznachbar; [[μήτε]] οἰκείου πολίτου γείτονος, [[μήτε]] ὁμοτέρμονος, Plat. Legg. VIII, 842 e; Sp., wie D. Hal. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0340.png Seite 340]] ον, zusammengrenzend, Grenznachbar; [[μήτε]] οἰκείου πολίτου γείτονος, [[μήτε]] ὁμοτέρμονος, Plat. Legg. VIII, 842 e; Sp., wie D. Hal. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμοτέρμων:''' 2, gen. ονος имеющий общую границу, пограничный, сопредельный Plat. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁμοτέρμων]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει τα [[ίδια]] [[σύνορα]], αυτός που συνορεύει με άλλον, [[γειτονικός]] («Ἰουδαίης ὁμοτέρμονα γαῖαν», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τέρμων]], -<i>ονος</i> «όριο, [[σύνορο]]» (<b>πρβλ.</b> <i>κακο</i>-[[τέρμων]])]. | |mltxt=[[ὁμοτέρμων]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει τα [[ίδια]] [[σύνορα]], αυτός που συνορεύει με άλλον, [[γειτονικός]] («Ἰουδαίης ὁμοτέρμονα γαῖαν», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τέρμων]], -<i>ονος</i> «όριο, [[σύνορο]]» (<b>πρβλ.</b> <i>κακο</i>-[[τέρμων]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, gen. ονος, having the same borders, marching with another, μήτε γείτονος μήτε ὁ. Pl.Lg.842e, cf. D.H.1.9,26, al.; ὁμοτέρμονα νῆσον Σικελίης Nic.Fr.5, cf. Scyl.22; τινι Ath.14. 625f.
German (Pape)
[Seite 340] ον, zusammengrenzend, Grenznachbar; μήτε οἰκείου πολίτου γείτονος, μήτε ὁμοτέρμονος, Plat. Legg. VIII, 842 e; Sp., wie D. Hal.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοτέρμων: 2, gen. ονος имеющий общую границу, пограничный, сопредельный Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοτέρμων: -ον, ὁ ἔχων τὰ αὐτὰ σύνορα, συνορεύων μετά τινος, ὅμορος, μήτε γείτονος μήτε ὁμ. Πλάτ. Νόμ. 842Ε, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 9, 26. κτλ.· ὁμ. τινὸς Ποιητ. παρὰ τῷ Σχολ. Ἀπολλ. Ροδ. Α΄, 419· τινὶ Ἀθήν. 625F.
Greek Monolingual
ὁμοτέρμων, -ον (Α)
αυτός που έχει τα ίδια σύνορα, αυτός που συνορεύει με άλλον, γειτονικός («Ἰουδαίης ὁμοτέρμονα γαῖαν», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + τέρμων, -ονος «όριο, σύνορο» (πρβλ. κακο-τέρμων)].