ὑδροχαρής: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές / [[ὑδροχαρής]], -ές, ΝΜ, και υδρόχαρος, -η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει το [[νερό]]<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυτός που ευδοκιμεί στο [[νερό]], [[υδρόβιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> / -<i>χαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>οἰνο</i>-<i>χαρής</i>].
|mltxt=-ές / [[ὑδροχαρής]], -ές, ΝΜ, και υδρόχαρος, -η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει το [[νερό]]<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυτός που ευδοκιμεί στο [[νερό]], [[υδρόβιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> / -<i>χαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]]), [[πρβλ]]. [[οἰνοχαρής]]].
}}
}}

Revision as of 12:12, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροχᾰρής Medium diacritics: ὑδροχαρής Low diacritics: υδροχαρής Capitals: ΥΔΡΟΧΑΡΗΣ
Transliteration A: hydrocharḗs Transliteration B: hydrocharēs Transliteration C: ydrocharis Beta Code: u(droxarh/s

English (LSJ)

ές, delighting in water, Eust.254.11, etc.

German (Pape)

[Seite 1174] ές, sich des Wassers freuend, gern im, am Wasser lebend, Eustath.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροχαρής: -ές, ὁ ἀγαπῶν τὸ ὕδωρ, Εὐστ. 254· 11, κλπ.· - Ὑδρόχαρις, ὄνομα βατράχου ἐν τῇ Βατραχομυομ. 229.

Greek Monolingual

-ές / ὑδροχαρής, -ές, ΝΜ, και υδρόχαρος, -η, -ο, Ν
1. αυτός που του αρέσει το νερό
2. (για φυτά) αυτός που ευδοκιμεί στο νερό, υδρόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -χαρής / -χαρος (< χαίρω), πρβλ. οἰνοχαρής].