ὁμόδαις: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμόδαις]], -δαιτος, ὁ, ἡ (Μ)<br />αυτός που τρώει [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομοτράπεζος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δαίς]], [[δαιτός]] «[[μερίδα]] φαγητού, [[γεύμα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>αβρό</i>-[[δαις]])].
|mltxt=[[ὁμόδαις]], -δαιτος, ὁ, ἡ (Μ)<br />αυτός που τρώει [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομοτράπεζος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δαίς]], [[δαιτός]] «[[μερίδα]] φαγητού, [[γεύμα]]» ([[πρβλ]]. [[αβρόδαις]])].
}}
}}

Revision as of 15:00, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόδαις Medium diacritics: ὁμόδαις Low diacritics: ομόδαις Capitals: ΟΜΟΔΑΙΣ
Transliteration A: homódais Transliteration B: homodais Transliteration C: omodais Beta Code: o(mo/dais

English (LSJ)

δαιτος, ὁ, ἡ, companion at table, Choerob.in Theod.1.187,210 H.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόδαις: ὁ, ἡ, ὁ ὁμοῦ εὐωχούμενος, ὁμοτράπεζος, Χοιροβοσκ. 176, 206 Gaisf.

Greek Monolingual

ὁμόδαις, -δαιτος, ὁ, ἡ (Μ)
αυτός που τρώει μαζί με κάποιον άλλο, ομοτράπεζος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + δαίς, δαιτός «μερίδα φαγητού, γεύμα» (πρβλ. αβρόδαις)].