ὑπέρπλεως: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1201.png Seite 1201]] überfüllt, τινί, Luc. am. 42.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1201.png Seite 1201]] überfüllt, τινί, Luc. am. 42.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέρπλεως:''' [[переполненный]]: ὑ. ταῖς γαστριμαργίαις Luc. наевшийся вдоволь или до отвала.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ων / [[ὑπέρπλεως]], -ων, ΝΜΑ και [[ὑπέρπλεος]], -ον, Ν<br />(λόγ. τ.) εντελώς [[γεμάτος]], [[ξέχειλος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπέρπλεον</i><br />το [[περίσσευμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />μολυσμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλέως]] / [[πλέος]] «[[γεμάτος]], [[πλήρης]]»].
|mltxt=-ων / [[ὑπέρπλεως]], -ων, ΝΜΑ και [[ὑπέρπλεος]], -ον, Ν<br />(λόγ. τ.) εντελώς [[γεμάτος]], [[ξέχειλος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπέρπλεον</i><br />το [[περίσσευμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />μολυσμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλέως]] / [[πλέος]] «[[γεμάτος]], [[πλήρης]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέρπλεως:''' [[переполненный]]: ὑ. ταῖς γαστριμαργίαις Luc. наевшийся вдоволь или до отвала.
}}
}}

Revision as of 21:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρπλεως Medium diacritics: ὑπέρπλεως Low diacritics: υπέρπλεως Capitals: ΥΠΕΡΠΛΕΩΣ
Transliteration A: hypérpleōs Transliteration B: hyperpleōs Transliteration C: yperpleos Beta Code: u(pe/rplews

English (LSJ)

ων, overfull, surfeited, γαστριμαργίαις Luc.Am.42, cf. Poll.4.186: cf. foreg.

German (Pape)

[Seite 1201] überfüllt, τινί, Luc. am. 42.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρπλεως: переполненный: ὑ. ταῖς γαστριμαργίαις Luc. наевшийся вдоволь или до отвала.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρπλεως: -ων, πλήρης εἰς ὑπερβολήν, κεκορεσμένος ὑπερμέτρως, γαστριμαργίαις Λουκ. Ἔρωτ. 42· μεμολυσμένος, Πολυδ. Δ΄, 186· πρβλ. ὑπέρπλεος.

Greek Monolingual

-ων / ὑπέρπλεως, -ων, ΝΜΑ και ὑπέρπλεος, -ον, Ν
(λόγ. τ.) εντελώς γεμάτος, ξέχειλος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέρπλεον
το περίσσευμα
αρχ.
μολυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + πλέως / πλέος «γεμάτος, πλήρης»].