σίδαρος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | {{LSJ2 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=σίδᾱρος | ||
|Medium diacritics=σίδαρος | |Medium diacritics=σίδαρος | ||
|Low diacritics=σίδαρος | |Low diacritics=σίδαρος |
Revision as of 07:40, 11 September 2022
English (LSJ)
Doric for σίδηρος; for all forms in σιδαρ-, v. σιδηρ-.
German (Pape)
[Seite 879] ὁ, dor. = σίδηρος, Pind.; eben so verwandeln die Dorier bei allen Ableitungen u. Zusammensetzungen mit σίδηρος η in α.
Greek (Liddell-Scott)
σίδᾱρος: Αἰολ. καὶ Δωρ. ἀντὶ τοῦ σίδηρος· περὶ πάντων τῶν σιδαρ-, ἴδε ἐν λέξ. σιδηρ-.
French (Bailly abrégé)
dor. c. σίδηρος.
English (Slater)
σίδᾱρος iron ὑπὸ στερεῷ πυρὶ πλαγαῖς τε σιδάρου sword (O. 10.37) ναῦν τέλεσαν ἃν πλαγαὶ σιδάρου hammer (P. 4.246)
Greek Monolingual
ὁ, Α
(δωρ. τ.) βλ. σίδηρος.
Greek Monotonic
σίδᾱρος: Αιολ. και Δωρ. αντί σίδηρος· για το σύνολο των τύπων του σιδαρ-, βλ. σιδηρ-.