ἁμέτερος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
 
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a(me/teros
|Beta Code=a(me/teros
|Definition=Doric for [[ἡμέτερος]].
|Definition=Doric for [[ἡμέτερος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἡμέτερος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ᾱμέτερος</b> pl. pro [[sing]]. = [[ἐμός]]. τὰ μὲν ἁμετέρα [[γλῶσσα]] ποιμαίνειν ἐθέλει (O. 11.8) ἁμετέρας ἀπὸ γλώσσας (P. 3.2) ὕμνοι ἁμέτεροι (P. 3.65) “ἁμετέρων ἀρχεδικᾶν τοκέων” (P. 4.110) “ἁμετέρων τοκέων” (P. 4.150) ὦ [[πότνια]] [[Μοῖσα]], μᾶτερ ἁμετέρα (N. 3.1) ]ς ἁμετέρας ἄπ[ο fr. 59. 8.
|sltr=<b>ᾱμέτερος</b> pl. pro [[sing]]. = [[ἐμός]]. τὰ μὲν ἁμετέρα [[γλῶσσα]] ποιμαίνειν ἐθέλει (O. 11.8) ἁμετέρας ἀπὸ γλώσσας (P. 3.2) ὕμνοι ἁμέτεροι (P. 3.65) “ἁμετέρων ἀρχεδικᾶν τοκέων” (P. 4.110) “ἁμετέρων τοκέων” (P. 4.150) ὦ [[πότνια]] [[Μοῖσα]], μᾶτερ ἁμετέρα (N. 3.1) ]ς ἁμετέρας ἄπ[ο fr. 59. 8.
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἡμέτερος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 15:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμέτερος Medium diacritics: ἁμέτερος Low diacritics: αμέτερος Capitals: ΑΜΕΤΕΡΟΣ
Transliteration A: haméteros Transliteration B: hameteros Transliteration C: ameteros Beta Code: a(me/teros

English (LSJ)

Doric for ἡμέτερος.

Spanish (DGE)

v. ἡμέτερος.

German (Pape)

[Seite 123] dor. = ἡμέτερος.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἡμέτερος.

English (Slater)

ᾱμέτερος pl. pro sing. = ἐμός. τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα ποιμαίνειν ἐθέλει (O. 11.8) ἁμετέρας ἀπὸ γλώσσας (P. 3.2) ὕμνοι ἁμέτεροι (P. 3.65) “ἁμετέρων ἀρχεδικᾶν τοκέων” (P. 4.110) “ἁμετέρων τοκέων” (P. 4.150) ὦ πότνια Μοῖσα, μᾶτερ ἁμετέρα (N. 3.1) ]ς ἁμετέρας ἄπ[ο fr. 59. 8.

Greek Monotonic

ἁμέτερος: Δωρ. αντί ἡμέτερος.

Russian (Dvoretsky)

ἁμέτερος: (ᾱ) дор. = ἡμέτερος.