ηύρεμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ → So then pay to Caesar what belongs to Caesar, and to God what belongs to God! (Matthew 22:21)

Source
(Created page with "{{grml |mltxt=και εύρεμα και ηύρεμα, το (ΑΜ εὕρημα και εὕρεμα) ευρίσκω<br /><b>1.</b> οτιδήποτε...")
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[εύρεμα]] και [[ηύρεμα]], το (ΑΜ [[εὕρημα]] και [[εὕρεμα]]) [[ευρίσκω]]<br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] βρίσκεται ή ανακαλύπτεται [[μετά]] από [[σκέψη]] και [[έρευνα]] (α. «τα ευρήματα της έρευνάς του στον έλεγχο τών αρχείων» β. «τα ευρήματα τών ανασκαφών» γ. «ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα»<br /><b>2.</b> [[κάτι]] που βρίσκεται τυχαία και απροσδόκητα, ανέλπιστο [[απόκτημα]] ή [[κέρδος]] (α. «ηύρεμά μου!» — εγώ το βρήκα, εμένα ευνόησε η [[τύχη]] να το βρω<br />β. «ὁ Βακχεῑος [[θεός]]... σ' [[εὕρημα]] δέξατ' ἔκ του Νυμφᾱν» — ο [[Βάκχος]] είχε την [[τύχη]] να σέ αποχτήσει ανέλπιστα από κάποια Νύμφη, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επινόηση]] [[προς]] όφελος κάποιου<br /><b>μσν.</b><br />[[ανταμοιβή]].
|mltxt=και [[εύρεμα]] και [[ηύρεμα]], το (ΑΜ [[εὕρημα]] και [[εὕρεμα]]) [[ευρίσκω]]<br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] βρίσκεται ή ανακαλύπτεται [[μετά]] από [[σκέψη]] και [[έρευνα]] (α. «τα ευρήματα της έρευνάς του στον έλεγχο τών αρχείων» β. «τα ευρήματα τών ανασκαφών» γ. «ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα»<br /><b>2.</b> [[κάτι]] που βρίσκεται τυχαία και απροσδόκητα, ανέλπιστο [[απόκτημα]] ή [[κέρδος]] (α. «ηύρεμά μου!» — εγώ το βρήκα, εμένα ευνόησε η [[τύχη]] να το βρω<br />β. «ὁ Βακχεῖος [[θεός]]... σ' [[εὕρημα]] δέξατ' ἔκ του Νυμφᾱν» — ο [[Βάκχος]] είχε την [[τύχη]] να σέ αποχτήσει ανέλπιστα από κάποια Νύμφη, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επινόηση]] [[προς]] όφελος κάποιου<br /><b>μσν.</b><br />[[ανταμοιβή]].
}}
}}

Latest revision as of 09:32, 13 October 2022

Greek Monolingual

και εύρεμα και ηύρεμα, το (ΑΜ εὕρημα και εὕρεμα) ευρίσκω
1. οτιδήποτε βρίσκεται ή ανακαλύπτεται μετά από σκέψη και έρευνα (α. «τα ευρήματα της έρευνάς του στον έλεγχο τών αρχείων» β. «τα ευρήματα τών ανασκαφών» γ. «ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα»
2. κάτι που βρίσκεται τυχαία και απροσδόκητα, ανέλπιστο απόκτημα ή κέρδος (α. «ηύρεμά μου!» — εγώ το βρήκα, εμένα ευνόησε η τύχη να το βρω
β. «ὁ Βακχεῖος θεός... σ' εὕρημα δέξατ' ἔκ του Νυμφᾱν» — ο Βάκχος είχε την τύχη να σέ αποχτήσει ανέλπιστα από κάποια Νύμφη, Σοφ.)
3. επινόηση προς όφελος κάποιου
μσν.
ανταμοιβή.